προσφίλεια: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσφίλεια ook προσφιλία -ας, ἡ [προσφιλής] vriendelijkheid. | |elnltext=προσφίλεια ook προσφιλία -ας, ἡ [προσφιλής] vriendelijkheid. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προσφί˘λεια, ἡ,<br />[[kindness]], [[good]]-[[will]], Aesch. [from προσφῐλής] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:35, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A kindness, goodwill, δαιμόνων A.Th.515.
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, Freundlichkeit, Freundschaft, δαιμόνων, Aesch. Spt. 497.
Greek (Liddell-Scott)
προσφίλεια: [ῐ], ἡ, ἀγαθότης διαθέσεως, εὐμένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 515.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance.
Étymologie: προσφιλής.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προσφιλής
η φιλική διάθεση προς κάποιον.
Greek Monotonic
προσφίλεια: [ῐ], ἡ, καλοσύνη, καλή θέληση, ευμένεια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προσφίλεια: (ῐ) ἡ дружелюбие, благожелательность Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσφίλεια ook προσφιλία -ας, ἡ [προσφιλής] vriendelijkheid.