σφετερισμός: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen. | |elnltext=σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σφετερισμός]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />[[appropriation]], ἐπὶ σφετερισμῷ [[ἑαυτοῦ]] for one's own use and [[advantage]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:43, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.
Greek (Liddell-Scott)
σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de s’approprier.
Étymologie: σφετερίζω.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΜΑ σφετερίζομαι
παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος.
Greek Monotonic
σφετερισμός: ὁ, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, υπεξαίρεση, αντιποίηση· ἐπὶσφετερισμῷ ἑαυτοῦ, οικειοποίηση για προσωπική χρήση και ίδιον όφελος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σφετερισμός: ὁ присвоение, завладение, захват Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen.
Middle Liddell
σφετερισμός, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.