συγχύνω: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen. | |elnltext=συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=only in pres., = [[συγχέω]]<br />to [[confound]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:50, 10 January 2019
English (LSJ)
A confound, by reasoning, Act.Ap.9.22:—Pass., A.D. Pron.104.12.
German (Pape)
[Seite 972] sp. Form für συγχέω, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συγχύνω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
French (Bailly abrégé)
c. συγχέω.
Greek Monolingual
Α
επιφέρω σε κάποιον σύγχυση, προκαλώ ψυχική ταραχή ή δημιουργώ απορία («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χύνω, άλλος τ. ενεστ. αντί του χέω].
Greek Monotonic
συγχύνω: μόνο σε ενεστ., = συγχέω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συγχύνω: NT = συγχέω 8.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.