λύη: Difference between revisions
From LSJ
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λύη:''' [ῠ], Δωρ. λύα, ἡ ([[λύω]]), [[διάλυση]], [[χωρισμός]]· απ' όπου, διχόνια, [[διχασμός]], [[στάση]], ανατρεπτική [[ενέργεια]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''λύη:''' [ῠ], Δωρ. λύα, ἡ ([[λύω]]), [[διάλυση]], [[χωρισμός]]· απ' όπου, διχόνια, [[διχασμός]], [[στάση]], ανατρεπτική [[ενέργεια]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λύη, δοριξ λύα, ἡ, [λύω]<br />[[dissolution]]: [[hence]], [[faction]], [[sedition]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, (λύω)
A dissolution, separation: hence, faction, sedition, = στάσις, Hdn.Gr.1.306; Aeol., Dor. λύα, Alc.Supp.23.10, 5.11 (pl.), Pi.N.9.14.
Greek (Liddell-Scott)
λύη: ἡ, (λύω) διάλυσις, χωρισμός· ὅθεν στάσις, διαφορά, μάχη, Ἀρκάδ. σ. 103. 23· Δωρ. λύα, Πινδ. Ν. 9. 34.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dissolution, séparation ; sédition.
Étymologie: λύω.
Greek Monolingual
λύη, δωρ. τ. λύα, ἡ (Α) λύω
1. διάλυση, χωρισμός
2. διαφορά, διαμάχη.
Greek Monotonic
λύη: [ῠ], Δωρ. λύα, ἡ (λύω), διάλυση, χωρισμός· απ' όπου, διχόνια, διχασμός, στάση, ανατρεπτική ενέργεια, σε Πίνδ.
Middle Liddell
λύη, δοριξ λύα, ἡ, [λύω]
dissolution: hence, faction, sedition, Pind.