αὐονή: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐονή:''' дор. [[αὐονά]] ἡ сухость, засуха Aesch.
|elrutext='''αὐονή:''' дор. [[αὐονά]] ἡ сухость, засуха Aesch.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὖος]]<br />[[dryness]], [[withering]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐονή Medium diacritics: αὐονή Low diacritics: αυονή Capitals: ΑΥΟΝΗ
Transliteration A: auonḗ Transliteration B: auonē Transliteration C: avoni Beta Code: au)onh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (αὖος)

   A dryness, withering, drought, Archil.125, A.Eu. 333 (lyr.), Herod.8.2.
αὐονή (B), ἡ, (αὔω B)

   A cry, Semon.7.20.

Greek (Liddell-Scott)

αὐονή: ἡ, (αὖος) ξηρότης, ξηρασία, στέγνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 333, ἔνθα ἴδ. Ἕρμαννον.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
dor. αὐονά;
sécheresse.
Étymologie: αὖος.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): αὐονά A.Eu.333, 346
sequía κακήν σφιν Ζεὺς ἔδωκεν αὐονήν Archil.228, ὕμνος ἐξ Ἐρινύων ... αὐονὰ βροτοῖς A.ll.cc.
sed τὴν δὲ χοῖρον αὐ. δρύπτει Herod.8.2.
-ῆς, ἡ
vocerío, griterío ἀλλ' ἐμπέδως ἄπρηκτον αὐονὴν ἔχει sino que prosigue sin cesar su inútil vocerío Semon.8.20.

Greek Monolingual

(I)
αὐονή, η (Α)
ξηρασία, στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + -ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή.
(II)
ἀυονή, η (Α)
κραυγή, ξεφωνητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του αύω (II), είτε, κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα αύος, αυαίνω].

Greek Monotonic

αὐονή: ἡ (αὖος), ξηρότητα, ξηρασία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐονή: дор. αὐονά ἡ сухость, засуха Aesch.

Middle Liddell

αὖος
dryness, withering, Aesch.