σταθμώ: Difference between revisions
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω και ιων. τ. -έω, Α [[στάθμη]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] με τον κανόνα, [[εκτιμώ]] με [[μέτρηση]] («σταθμᾱτο... [[ἄλσος]] πατρί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] το [[βάρος]] ενός πράγματος, [[ζυγίζω]] («σταθμήσας... τὸ [[ὕδωρ]] κουφότερον πάντων [[εὗρον]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>σταθμῶμαι</i><br />α) [[βρίσκω]] με υπολογισμό την [[αξία]] ενός πράγματος ή [[καταλήγω]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] ἔκρινε σταθμώμενον ταῑς χάρισι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[βεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέτρο]] για [[χρήση]]<br />γ) [[αποδίδω]] [[βαρύτητα]], [[σημασία]] σε [[κάτι]].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α [[στάθμη]]<br />(το μέσ.) <i> | |mltxt=<b>(I)</b><br />-άω και ιων. τ. -έω, Α [[στάθμη]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] με τον κανόνα, [[εκτιμώ]] με [[μέτρηση]] («σταθμᾱτο... [[ἄλσος]] πατρί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσδιορίζω]] το [[βάρος]] ενός πράγματος, [[ζυγίζω]] («σταθμήσας... τὸ [[ὕδωρ]] κουφότερον πάντων [[εὗρον]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) <i>σταθμῶμαι</i><br />α) [[βρίσκω]] με υπολογισμό την [[αξία]] ενός πράγματος ή [[καταλήγω]] σε κάποιο [[συμπέρασμα]] για [[κάτι]] (α. «αὐτὸ τὸ [[σῶμα]] ἔκρινε σταθμώμενον ταῑς χάρισι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[βεβαιώνω]], [[πιστοποιώ]] [[κάτι]] ως [[μέτρο]] για [[χρήση]]<br />γ) [[αποδίδω]] [[βαρύτητα]], [[σημασία]] σε [[κάτι]].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α [[στάθμη]]<br />(το μέσ.) <i>σταθμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[καταλήγω]] σε [[εκτίμηση]], [[εξάγω]] [[συμπέρασμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 26 March 2021
Greek Monolingual
(I)
-άω και ιων. τ. -έω, Α στάθμη
1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.)
2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.)
3. (το μέσ.) σταθμῶμαι
α) βρίσκω με υπολογισμό την αξία ενός πράγματος ή καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα για κάτι (α. «αὐτὸ τὸ σῶμα ἔκρινε σταθμώμενον ταῑς χάρισι», Λουκιαν.
β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾱσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», Σοφ.)
β) βεβαιώνω, πιστοποιώ κάτι ως μέτρο για χρήση
γ) αποδίδω βαρύτητα, σημασία σε κάτι.
(II)
-όω, Α στάθμη
(το μέσ.) σταθμοῦμαι, -όομαι
καταλήγω σε εκτίμηση, εξάγω συμπέρασμα.