περιστατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περίστασις]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περιστατικό]](<i>ν</i>)<br />α) [[γεγονός]] που συμβαίνει τυχαία, [[χωρίς]] να το περιμένει [[κανείς]], [[συμβάν]]<br />β) (ειδικά) δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο [[έκτακτος]] («[[περιστατικός]] [[φανός]]» — [[ναυτικός]] [[φανός]] σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έκτακτα περιστατικά»<br /><b>ιατρ.</b> οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον [[πέρα]] από τον συνήθη [[μέσο]] όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως [[είναι]] η υπέρμετρη [[αύξηση]] τών ρύπων του «νέφους», η [[αύξηση]] τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν τοῑς ἀβουλήτοις καὶ περιστατικοῑς λεγομένοις πράγμασι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξαρτάται ή επιβάλλεται από τις περιστάσεις («περιστατικαὶ ἐνέργειαι», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[αβέβαιος]], [[αμφίβολος]], [[επισφαλής]]<br /><b>4.</b> [[απροσδόκητος]]<br /><b>5.</b> <b>(ρητ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιστάσεις μιας δίκης<br /><b>6.</b> πολύ απασχολημένος, [[πολυάσχολος]]<br /><b>7.</b> [[έμμονος]], [[επίμονος]]<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περιστατικά</i><br /><b>(ρητ.)</b> οι περιστάσεις<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «περιστατικὸς [[πῆχυς]]» — ο [[περισταλτικός]] [[πήχυς]]<br />β) (στον <b>Πλούτ.</b>) «τὰ περιστατικὰ πράγματα» — οι κρίσιμες περιστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιστατικώς</i> / <i>περιστατικῶς</i> ΝΜΑ<br />σύμφωνα με τις περιστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[περίσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο δυστυχή, με [[δεινά]] και ταλαιπωρίες («ζῆν περιστατικῶς», Ωριγ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[περιστατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περίστασις]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιστατικό]](<i>ν</i>)<br />α) [[γεγονός]] που συμβαίνει τυχαία, [[χωρίς]] να το περιμένει [[κανείς]], [[συμβάν]]<br />β) (ειδικά) δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο [[έκτακτος]] («[[περιστατικός]] [[φανός]]» — [[ναυτικός]] [[φανός]] σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έκτακτα περιστατικά»<br /><b>ιατρ.</b> οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον [[πέρα]] από τον συνήθη [[μέσο]] όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως [[είναι]] η υπέρμετρη [[αύξηση]] τών ρύπων του «νέφους», η [[αύξηση]] τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν τοῑς ἀβουλήτοις καὶ περιστατικοῑς λεγομένοις πράγμασι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εξαρτάται ή επιβάλλεται από τις περιστάσεις («περιστατικαὶ ἐνέργειαι», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[αβέβαιος]], [[αμφίβολος]], [[επισφαλής]]<br /><b>4.</b> [[απροσδόκητος]]<br /><b>5.</b> <b>(ρητ.)</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιστάσεις μιας δίκης<br /><b>6.</b> πολύ απασχολημένος, [[πολυάσχολος]]<br /><b>7.</b> [[έμμονος]], [[επίμονος]]<br /><b>8.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περιστατικά</i><br /><b>(ρητ.)</b> οι περιστάσεις<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «περιστατικὸς [[πῆχυς]]» — ο [[περισταλτικός]] [[πήχυς]]<br />β) (στον <b>Πλούτ.</b>) «τὰ περιστατικὰ πράγματα» — οι κρίσιμες περιστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιστατικώς</i> / <i>περιστατικῶς</i> ΝΜΑ<br />σύμφωνα με τις περιστάσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[περίσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τρόπο δυστυχή, με [[δεινά]] και ταλαιπωρίες («ζῆν περιστατικῶς», Ωριγ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιστᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> случайный, непредвиденный (πράγματα καὶ καιροί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> особый, чрезвычайный Diog. L.
|elrutext='''περιστᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> случайный, непредвиденный (πράγματα καὶ καιροί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> особый, чрезвычайный Diog. L.
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστᾰτικός Medium diacritics: περιστατικός Low diacritics: περιστατικός Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peristatikós Transliteration B: peristatikos Transliteration C: peristatikos Beta Code: peristatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or in critical circumstances, τὰ π. πράγματα, = περιστάσεις, critical circumstances, Plu.2.169c, cf. Heliod. in EN103.17 ; π. ἐνοχλήσεις Alex.Aphr. in Top.255.26.    2 dependent on circumstances, καθήκοντα Stoic.3.135 ; ἐνέργειαι Plot.1.4.13 ; precarious, διαγωγὴ τοῦ βίου Max.Tyr.36.4. Adv. -κῶς according to circumstances, ἐνεργεῖν Plot.1.2.7.    3 circumstantial, accidental, extraneous, κακά Hierocl.in CA11p.439M.    4 Rhet., concerned with the circumstances of a case, προοίμια Corn.Rh.p.354 H.; μόρια Men.Rh.p.366 S.; τὰ ὑποκείμενα τῷ διαλόγῳ π. Procl.in Prm.p.482 S.    5 full of business, βίος Gal.6.403 (cj.), 15.177.

German (Pape)

[Seite 593] ή, όν, den Umstand, die Umstände betreffend, περιστατικὰ πράγματα, = περιστάσεις, Plut. de superst. 8. – Aber οἱ περιστατικοί, bei Galen., = geschäftige Menschen.

Greek (Liddell-Scott)

περιστᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν κρισίμοις καιροῖς, τὰ π. πράγματα, = αἱ κρίσιμοι περιστάσεις, Πλούτ. 2. 169D, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 572. 838, κτλ.· πρβλ. περίστασις ΙΙ. 2) πλήρης ἀσχολίας, πολυάσχολος, βίος Γαλην.· Ἐπίρρ. -κῶς ζῆν, ἀθλίως, ταλαιπώρως, Ὠριγέν. τ. 2, σ. 464D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les circonstances : τὰ περιστατικὰ πράγματα PLUT les circonstances.
Étymologie: περιΐστημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περίστασις
το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν)
α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να το περιμένει κανείς, συμβάν
β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο έκτακτοςπεριστατικός φανός» — ναυτικός φανός σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις
2. φρ. «έκτακτα περιστατικά»
ιατρ. οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον πέρα από τον συνήθη μέσο όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως είναι η υπέρμετρη αύξηση τών ρύπων του «νέφους», η αύξηση τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν τοῑς ἀβουλήτοις καὶ περιστατικοῑς λεγομένοις πράγμασι», Πλούτ.)
2. αυτός που εξαρτάται ή επιβάλλεται από τις περιστάσεις («περιστατικαὶ ἐνέργειαι», Πλωτ.)
3. αβέβαιος, αμφίβολος, επισφαλής
4. απροσδόκητος
5. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιστάσεις μιας δίκης
6. πολύ απασχολημένος, πολυάσχολος
7. έμμονος, επίμονος
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιστατικά
(ρητ.) οι περιστάσεις
9. φρ. α) «περιστατικὸς πῆχυς» — ο περισταλτικός πήχυς
β) (στον Πλούτ.) «τὰ περιστατικὰ πράγματα» — οι κρίσιμες περιστάσεις.
επίρρ...
περιστατικώς / περιστατικῶς ΝΜΑ
σύμφωνα με τις περιστάσεις
νεοελλ.
κατά περίσταση
αρχ.
κατά τρόπο δυστυχή, με δεινά και ταλαιπωρίες («ζῆν περιστατικῶς», Ωριγ.).

Russian (Dvoretsky)

περιστᾰτικός:
1) случайный, непредвиденный (πράγματα καὶ καιροί Plut.);
2) особый, чрезвычайный Diog. L.