ἁμαξιαῖος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amaksiaios | |Transliteration C=amaksiaios | ||
|Beta Code=a(maciai=os | |Beta Code=a(maciai=os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[large enough to load a wagon]], λίθος <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.27</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>838b1</span>, <span class="bibl">D.55.20</span>, <span class="bibl">Diph. 38</span>, cf.<span class="title">IG</span>22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., <b class="b3">ἁ. ῥῆμα</b> of big words, <span class="title">Com.Adesp.</span>836; <b class="b3">ἁ. χρήματα</b> money <b class="b2">in cart-loads</b>, ib.835.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:45, 30 June 2020
English (LSJ)
α, ον,
A large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.
German (Pape)
[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωπος ἢ ὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
énorme, litt. qui ferait la charge d’un chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
como para cargar un carro λίθος X.HG 2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph.38.6, IG 22.463.45 (IV a.C.), cf. 12.313.97 (V a.C.), γόγγροι Eudox.Fr.318, ἁ. χρήματα dinero a carretadas, Com.Adesp.835
•fig. ἁμαξιαῖα ῥήματα palabras de una carretada e.d. muy largas Polyzel.6A, Canthar.6B, Diogenian.1.3.41.
Greek Monolingual
ἁμαξιαῖος και -ξαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα
2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
ἁμαξιαῖος: -α, -ον (ἅμαξα), μεγάλος αρκετά ώστε να φορτώσει ολόκληρη άμαξα, λίθος, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξιαῖος: величиною с воз или могущий заполнить целый воз, т. е. огромный (λίθος Xen., Arst., Dem., Diod.).