ὑοσκύαμος: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
(1b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yoskyamos | |Transliteration C=yoskyamos | ||
|Beta Code=u(osku/amos | |Beta Code=u(osku/amos | ||
|Definition=ὁ, (ὗς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, (ὗς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[henbane]], [[Hyoscyamus niger]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Morb.</span>2.43</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>1.13</span>, Dsc.4.68, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1088.39</span> (i A.D.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span> 20</span>, <span class="bibl">Sor.2.41</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>21.12</span>, <span class="bibl">25.5</span>; other varieties, <b class="b3">ὑ. μηλινοειδής</b>, <b class="b2">H. aureus</b>, <b class="b3">ὑ. λευκός</b>, <b class="b2">H. albus</b>, Dsc. l.c.: also ὑοσκύεμος, <span class="title">PMag.Osl.</span> 1.327.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:50, 30 June 2020
English (LSJ)
ὁ, (ὗς)
A henbane, Hyoscyamus niger, Hp. Morb.2.43, X.Oec.1.13, Dsc.4.68, POxy.1088.39 (i A.D.), Plu.Demetr. 20, Sor.2.41, PHolm.21.12, 25.5; other varieties, ὑ. μηλινοειδής, H. aureus, ὑ. λευκός, H. albus, Dsc. l.c.: also ὑοσκύεμος, PMag.Osl. 1.327.
German (Pape)
[Seite 1179] ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὑοσκύᾰμος: ὁ, (ὗς) εἶδος δηλητηριώδους φυτοῦ ὅπερ ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ ὑοσκύαμος νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
jusquiame litt. « fève de porc », plante.
Étymologie: ὗς, κύαμος.
Spanish
Greek Monolingual
ο / ὑοσκύαμος, ΝΑ, και ὑοσκύεμος, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη και στο οποίο ανήκουν τριχωτά, βαρύοσμα και, συχνά, πολύ τοξικά φυτά, που περιέχουν, όμως, χρήσιμες φαρμακευτικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεν. ὑός του ὗς «χοίρος» + κύαμος (πρβλ. θερμο-κύαμος). Κατ' άλλους, το πρώτο συνθετικό της λ. είναι το ρ. ὕω].
Greek Monotonic
ὑοσκύᾰμος: ὁ (ὗς), δαιμοναριά (δηλητηριώδες φυτό), Υοσκύαμος ο Μέλας, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑοσκύᾰμος: ὁ [ὗς] бот. свиной боб, т. е. белена (Hyoscyamus niger) Xen., Plut.
Middle Liddell
ὑοσ-κύᾰμος, ὁ, [ὗς]
hen-bane, hyoscyamus, Xen.