ἄχρωστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(1a)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄχρωστος:''' <b class="num">1)</b> нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν [[ἕξει]] χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[ἀχρωμάτιστος]].
|elrutext='''ἄχρωστος:'''<br /><b class="num">1)</b> нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν [[ἕξει]] χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[ἀχρωμάτιστος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρώζω]]<br />[[untouched]], χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.
|mdlsjtxt=[[χρώζω]]<br />[[untouched]], χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.
}}
}}

Revision as of 12:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρωστος Medium diacritics: ἄχρωστος Low diacritics: άχρωστος Capitals: ΑΧΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: áchrōstos Transliteration B: achrōstos Transliteration C: achrostos Beta Code: a)/xrwstos

English (LSJ)

ον, (χρώζω)

   A untouched, ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν E.Hel. 831.    II uncoloured, colourless, Democr. ap. Plu.2.1111a.

German (Pape)

[Seite 420] 1) unberührt, τινός, von etwas, Eur. Hel. 831. – 2) ungefärbt, Plut. adv. Col. 8, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρωστος: -ον, (χρώζω) ἄψαυστος, ἄθικτος, ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, ἄχρωμος, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;
2 non coloré, sans couleur.
Étymologie: ἀ, χρώννυμι.

Spanish (DGE)

-ον no tocado ἄχρωστα γόνατ' ἐμῶν ... χερῶν E.Hel.831.
-ον
que no tiene color τὸ δ' ἀναφὲς καὶ ἄχρωστον καὶ ὅλως ἄποιον οὐκ ἔχει διαφοράν, ἀλλ' ὅμοιόν ἐστιν Plu.2.947c, cf. 948e, Plu.2.1111a (= Democr.A 57).

Greek Monolingual

ἄχρωστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος
2. άχρωμος, αχρωμάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θέμα) χρωσ-, χρώζω-χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»].

Greek Monotonic

ἄχρωστος: -ον (χρώζω), άθικτος, χερῶν ἐμῶν, με τα χέρια μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχρωστος:
1) нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;
2) Plut. = ἀχρωμάτιστος.

Middle Liddell

χρώζω
untouched, χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.