συντομία: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntomia | |Transliteration C=syntomia | ||
|Beta Code=suntomi/a | |Beta Code=suntomi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[conciseness]], λόγων <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phdr.</span>267b</span>, cf. <span class="bibl">Lycurg.102</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1407b28</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.176S., Gal.6.458. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[simplicity]], in Music, <span class="bibl">Philoch.66</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:15, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A conciseness, λόγων Pl. Phdr.267b, cf. Lycurg.102, Arist.Rh.1407b28, Phld.Rh.1.176S., Gal.6.458. II simplicity, in Music, Philoch.66.
Greek (Liddell-Scott)
συντομία: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ὡς καὶ νῦν, βραχύτης, λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 161. 44, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 6, 1. ΙΙ. ἀμφίβ. ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀθήν. 638Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
concision, brièveté.
Étymologie: σύντομος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σύντομος
1. η ιδιότητα του συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.)
2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής
νεοελλ.
1. βραχυλογία
2. φρ. α) «χάριν συντομίας» — για οικονομία χρόνου
β) «εν συντομία» — με λίγα λόγια, σύντομα
μσν.-αρχ.
διαίρεση, διάσπαση («ὥστε μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).
Greek Monotonic
συντομία: ἡ, βραχύτητα, συντομία, σε Πλάτ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
συντομία: ἡ краткость, сжатость (λόγων Plat.); краткость, непродолжительность (ὁδοῦ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντομία -ας, ἡ [σύντομος] kortheid. Plut. Ant. 41.3. beknoptheid:. λόγων van woorden Plat. Phaedr. 267b.
Middle Liddell
συντομία, ἡ,
conciseness, Plat., Arist. [from σύντομος