Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατευθύ: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(1ba)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατευθύ:''' <b class="num">I</b> или κατ᾽ [[εὐθύ]] adv. прямо, напрямик: (φέρεσθαι Luc.): τὸ κ. ὁρᾶν Xen. смотреть прямо.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. (на)против (τινος Plut.).
|elrutext='''κατευθύ:'''<br /><b class="num">I</b> или κατ᾽ [[εὐθύ]] adv. прямо, напрямик: (φέρεσθαι Luc.): τὸ κ. ὁρᾶν Xen. смотреть прямо.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. (на)против (τινος Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:55, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευθύ Medium diacritics: κατευθύ Low diacritics: κατευθύ Capitals: ΚΑΤΕΥΘΥ
Transliteration A: kateuthý Transliteration B: kateuthy Transliteration C: katefthy Beta Code: kateuqu/

English (LSJ)

Adv.

   A straight forward, τὸ κ. ὁρᾶν X.Smp.5.5, cf. Luc. Jud.Voc.11; τὴν κ. ἔρχεσθαι Paus.2.11.3: c. gen., κ.τινός Plu.2.3b; on the same side (cf. ἰθύς), ὁ κ. δίδυμος Ruf.(?) ap.Paul.Aeg.3.45. (Better written κατ' εὐθύ.)

German (Pape)

[Seite 1398] geradezu, geradeaus; τὸ κατευθὺ μόνον ὁρᾶν Xen. Conv. 5, 5; ἡ κατ. sc. ὁδός, der gerade Weg, Paus. 2, 11, 3; Sp. auch κατευθύς; vgl. Lob. zu Phryn. 145.

Greek (Liddell-Scott)

κατευθύ: Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, τὸ κατ. ὁρᾶν Ξεν. Συμπ. 5. 5, πρβλ. Λουκ. Δίκην Φων. 11· τὴν κ. ἔρχεσθαι Παυσ. 2. 11, 3· μεταὰ γεν., κ. τινος Πλούτ. 2. 3Β.- Ὡσαύτως κατευθύς, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 145.

French (Bailly abrégé)

adv.
droit, directement, en droite ligne.
Étymologie: = κατ’ εὐθύ.

Greek Monolingual

κατευθύ (Α)
επίρρ.
1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.)
2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ
αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ].

Greek Monotonic

κατευθύ: επίρρ., κατ' ευθείαν εμπρός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατευθύ:
I или κατ᾽ εὐθύ adv. прямо, напрямик: (φέρεσθαι Luc.): τὸ κ. ὁρᾶν Xen. смотреть прямо.
II praep. cum gen. (на)против (τινος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατευθύ [κατ’ εὐθύ] adv., rechtuit.

Middle Liddell

straight forward, Xen.