λεωφόρος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />[[πλατύς]] και [[πολυσύχναστος]] [[δρόμος]], ο [[οποίος]] [[είτε]] βρίσκεται σε [[κέντρο]] πόλης ή σε καίριο [[σημείο]] της [[είτε]] συνδέει το [[κέντρο]] πόλης με τα [[περίχωρα]] ή τα [[περίχωρα]] [[μεταξύ]] τους (α. «[[λεωφόρος]] Συγγρού» β. «[[λεωφόρος]] Ποσειδώνος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεωφόρος]] (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>boulevard</i> <span style="color: red;"><</span> ολλ. <i>bolwerc</i> «[[προμαχώνας]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεωφόρος]] και [[λαοφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για δρόμο η [[πύλη]]) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο [[λαός]] («[[ὑπὲρ]] τῶν [[μάλιστα]] λεωφόρων πυλέων τοῡ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λεωφόρος]]<br />η [[πόρνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />[[πλατύς]] και [[πολυσύχναστος]] [[δρόμος]], ο [[οποίος]] [[είτε]] βρίσκεται σε [[κέντρο]] πόλης ή σε καίριο [[σημείο]] της [[είτε]] συνδέει το [[κέντρο]] πόλης με τα [[περίχωρα]] ή τα [[περίχωρα]] [[μεταξύ]] τους (α. «[[λεωφόρος]] Συγγρού» β. «[[λεωφόρος]] Ποσειδώνος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεωφόρος]] (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>boulevard</i> <span style="color: red;"><</span> ολλ. <i>bolwerc</i> «[[προμαχώνας]]»].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεωφόρος]] και [[λαοφόρος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> (για δρόμο η [[πύλη]]) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο [[λαός]] («[[ὑπὲρ]] τῶν [[μάλιστα]] λεωφόρων πυλέων τοῡ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[λεωφόρος]]<br />η [[πόρνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:30, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωφόρος Medium diacritics: λεωφόρος Low diacritics: λεωφόρος Capitals: ΛΕΩΦΟΡΟΣ
Transliteration A: leōphóros Transliteration B: leōphoros Transliteration C: leoforos Beta Code: lewfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A v. λαοφόρος. λῇ, λῇς, etc., v. λῶ. ληβόλε· λιθοβόλε, ἄξιε λιθασθῆναι, Hsch. ληβολία· δημοσία κοπρία, Id.

German (Pape)

[Seite 37] Volk tragend, ἡ λ., sc. ὁδός, Landstraße, Heerstraße, Plat. Legg. VI, 763 c u. 881; wie Hdn. 8, 8, 16; ἐκτροπαί Eur. Rhes. 881; αἱ μάλιστα λ. πύλαι, die am meisten passirt werden, Her. 1, 187.

Greek (Liddell-Scott)

λεωφόρος: -ον, ἴδε ἐν λ. λαοφόρος καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 94.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte le peuple, càd par où passe le peuple.
Étymologie: λεώς, φέρω.

Greek Monolingual

(I)
η
πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος (ΙΙ). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. boulevard < ολλ. bolwerc «προμαχώνας»].
(II)
λεωφόρος και λαοφόρος, -ον (AM)
1. (για δρόμο η πύλη) αυτός από τον οποίο διέρχεται ο λαόςὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων πυλέων τοῡ ἄστεος τάφον ἑωντῇ κατεσκευάσατο», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ.λεωφόρος
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεω- (βλ. λαο-) + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

λεωφόρος: -ον, Αττ. αντί λαοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

λεωφόρος: II ὁ (sc. ὁδός) большая дорога Pythagoras ap. Arst., Plat.
Her. = λαοφόρος.

Middle Liddell

λεω-φόρος, ον attic for λαοφόρος.]