ναυκράτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nafkratis
|Transliteration C=nafkratis
|Beta Code=naukra/ths
|Beta Code=naukra/ths
|Definition=(parox.), ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">holding a ship fast</b>: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις <span class="bibl">Eust.1490.19</span>, cf. Cyran.31.</span>
|Definition=(parox.), ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[holding a ship fast]]: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις <span class="bibl">Eust.1490.19</span>, cf. Cyran.31.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:07, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκράτης Medium diacritics: ναυκράτης Low diacritics: ναυκράτης Capitals: ΝΑΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: naukrátēs Transliteration B: naukratēs Transliteration C: nafkratis Beta Code: naukra/ths

English (LSJ)

(parox.), ου, ὁ,

   A holding a ship fast: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις Eust.1490.19, cf. Cyran.31.

German (Pape)

[Seite 231] ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες θαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst ἐχενηΐς heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ, ὁ θαλασσοκράτωρ ἢ ἡ θαλασσοκράτειρα, ναυκράτεες τῆς θαλάσσης, θαλασσοκράτορες, Ἡρόδ. 5, 36. ΙΙ. ὁ κρατῶν πλοῖόν τι στερεῶς· ναυκράτης, ὁ, ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ ἐχενηΐδι, Εὐστ. 1490. 19, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 987. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 119.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui domine sur mer.
Étymologie: ναῦς, κράτος.

Greek Monolingual

και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, -ές)
αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας
νεοελλ.-μσν.
περκόμορφο ψάρι της οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα πλευρά του πλοίου και εμπόδιζε την κίνηση ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, επειδή, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -κρατης (< κρατῶ), πρβλ. θαλασσο-κράτης].

Greek Monotonic

ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ (κρατέω), θαλασσοκράτορας ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ναυκράτης: (ᾰτ) имеющий превосходство во флоте: ν. θαλάσσης Her. господствующий на море.

Middle Liddell

κρατέω
master or mistress of the seas, Hdt.