ὀχλίζω: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(1ba)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochlizo
|Transliteration C=ochlizo
|Beta Code=o)xli/zw
|Beta Code=o)xli/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">move by a lever, heave up</b>, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν <span class="bibl">Il.12.448</span>; οὐκ ἂν τόν γε [θυρεὸν] δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν <span class="bibl">Od.9.242</span>; [νήσους] ἐκ νεάτων ὤχλισσε <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>33</span>; νῆα διὲκ πέτρας <span class="bibl">A.R.4.962</span>, etc.: for <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>226</span> v. [[διοχλίζω]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ὀχλιζομένων</b>: <b class="b3">συναγομένων</b>, Hsch.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">move by a lever, heave up</b>, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν <span class="bibl">Il.12.448</span>; οὐκ ἂν τόν γε [θυρεὸν] δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν <span class="bibl">Od.9.242</span>; [νήσους] ἐκ νεάτων ὤχλισσε <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>33</span>; νῆα διὲκ πέτρας <span class="bibl">A.R.4.962</span>, etc.: for <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>226</span> v. [[διοχλίζω]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[ὀχλιζομένων]]: [[συναγομένων]], Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:00, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλίζω Medium diacritics: ὀχλίζω Low diacritics: οχλίζω Capitals: ΟΧΛΙΖΩ
Transliteration A: ochlízō Transliteration B: ochlizō Transliteration C: ochlizo Beta Code: o)xli/zw

English (LSJ)

   A move by a lever, heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Il.12.448; οὐκ ἂν τόν γε [θυρεὸν] δύω καὶ εἴκοσ' ἄμαξαι . . ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν Od.9.242; [νήσους] ἐκ νεάτων ὤχλισσε Call.Del.33; νῆα διὲκ πέτρας A.R.4.962, etc.: for Nic.Al.226 v. διοχλίζω.    II ὀχλιζομένων: συναγομένων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 430] = ὀχλεύω, 1) mit einem Hebel heben und wegschaffen, übh. mit Mühe fortschaffen, οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ' ἅμαξαι – ὀχλίσσειαν, Od. 9, 242; τὸν (λίθον) δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε ῥηϊδίως ἐπ' ἄμαξαν ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν, Il. 12, 448; sp. D., wie Orph. Arg. 236; στόμα ὀχλίζειν, den Mund mit Gewalt aufbrechen, Nic. Al. 225. – 2) (ὄχλος) das Volk zusammenrotten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλίζω: μέλλ. -ίσω, κινῶ διὰ μοχλοῦ, ἀνακινῶ, ἀνυψῶ, μετακινῶ. τὸν [λᾱαν] οὔ κε δύ’ ἀνέρε… ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ἰλ. Μ. 448 οὐκ ἂν τόνγε [θυρεὸν] δύω καὶ εἵκοσ’ ἄμαξαι.. ἀπ’ οὔδεος ὀχλίσσειαν Ὀδ. Ι. 242· ὀχλ. [νήσους], ἐκ νεάτων Καλλ. εἰς Δῆλ. 33· νῆα διὲκ πέτρας Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 962, κτλ.· - στόμα ὀχλ., ἀνοίγειν τὸ στόμα βιαίως, δηλ. ἄρχεσθαι ὁμιλεῖν βιαίως, μετὰ σφοδρότητος, Νικ. Ἀλεξιφ. 225.

French (Bailly abrégé)

soulever avec un levier, soulever avec peine, faire mouvoir péniblement, acc..
Étymologie: ὄχλος.

English (Autenrieth)

(ὀχλός): only aor. opt., ὀχλίσσειαν, would heave from its place, raise, Il. 12.448, Od. 9.242.

Greek Monolingual

ὀχλίζω (Α) όχλος
1. κινώ με μοχλό, ανυψώνω, μετακινώ κάτι με μοχλό
2. μέσ. ὀχλίζομαι
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι
3. φρ. «ὀχλίζω τὸ στόμα» — ανοίγω βίαια το στόμα, δηλ. αρχίζω να μιλώ με σφοδρότητα.

Greek Monotonic

ὀχλίζω: μελ. -ίσω, Επικ. ευκτ. αορ. αʹ ὀχλίσσεια· (ὄχλος = μόχλος), μετακινώ με μοχλό, ανασηκώνω, ξεσηκώνω· τὸν (λᾶαν) οὔ κε δύ' ἀνέρε ὀχλίσσειαν, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλίζω: (эп. 3 л. pl. aor. opt. ὀχλίσσειαν) поднимать (с помощью рычага) (τὸν λᾶαν ἀπ᾽ οὔδεος Hom.).

Middle Liddell

ὀχλίζω, ὄχλος = μόχλος]
to move by a lever, to heave up, τὸν [λᾶαν] οὔ κε δύ' ἀνέρε ὀχλίσσειαν Hom.