περιτροπή: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτρέπω]]<br /><b>φρ.</b> «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη [[σειρά]], αλληλοδιαδόχως, με κανονική [[εναλλαγή]] της [[σειράς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μετατροπή]], [[εναλλαγή]] («[[μηδαμῶς]] συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], κυκλική [[κίνηση]] («ἐτέων περιτροπάς», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]] («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτροπὴ τοῡ λόγου» — το να στρέφει [[κάποιος]] [[εναντίον]] του αντιπάλου του το [[επιχείρημα]] που προέβαλε [[εκείνος]]<br />β) <b>παροιμ.</b> «ὑπέρου [[περιτροπή]]» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν [[κάτι]] πολλές φορές [[χωρίς]] να κατορθώνουν [[τίποτε]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτρέπω]]<br /><b>φρ.</b> «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη [[σειρά]], αλληλοδιαδόχως, με κανονική [[εναλλαγή]] της [[σειράς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μετατροπή]], [[εναλλαγή]] («[[μηδαμῶς]] συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], κυκλική [[κίνηση]] («ἐτέων περιτροπάς», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]] («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτροπὴ τοῦ λόγου» — το να στρέφει [[κάποιος]] [[εναντίον]] του αντιπάλου του το [[επιχείρημα]] που προέβαλε [[εκείνος]]<br />β) <b>παροιμ.</b> «ὑπέρου [[περιτροπή]]» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν [[κάτι]] πολλές φορές [[χωρίς]] να κατορθώνουν [[τίποτε]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:55, 15 February 2019

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, das Umkehren, Plat. Theaet. 209 d; ὑπέρου π., von Dingen, mit denen man nicht zu Stande kommt, Phot. u. Suid. aus Plat. com.; – Umwechseln, ἐν περιτροπῇ, reihum, Einer nach dem Andern, Her. 2, 168. 3, 69; ἐκ περιτροπῆς, D. Hal. 5, 2; – das Umwerfen, beim Ringen, Plut. Symp. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροπή: ἡ, περιστροφή, κύκλος, Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις... περιτροπὰς ξυνάπτωσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Α· ἐτέων περιτροπὰς Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1.8· ― παροιμ., ὑπέρου π., ἴδε ὕπερος Ι. 2) ἐν περιτροπῇ, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἕτερον, κατὰ διαδοχήν, ἢ περιοδικῶς, τάδε δὲ ἐν περιτροπῇ ἐκαρποῦντο, καὶ οὐδαμὰ ωὑτοὶ Ἡρόδ. 2. 168., 3. 69· ἐκ περιτροπῆς Διον. Ἁλ. 5. 2, Δίων Κ. 53. 1. 3) ἀνατροπή, ὠθισμοὶ καὶ π. ἀλλήλων Πλούτ. 2. 639F· ― ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ π. τοῦ λόγου, ἀνατροπὴ τοῦ ἀντιπάλου διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἐπιχειρημάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 128, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour périodique ou par alternance ; ἐν περιτροπῄ à tour de rôle, successivement;
2 action de renverser en faisant tourner.
Étymologie: περιτρέπω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιτρέπω
φρ. «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη σειρά, αλληλοδιαδόχως, με κανονική εναλλαγή της σειράς
μσν.-αρχ.
μετατροπή, εναλλαγήμηδαμῶς συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)
αρχ.
1. περιστροφή, κυκλική κίνηση («ἐτέων περιτροπάς», Σιμων.)
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ ἀλλήλων», Πλούτ.)
3. φρ. α) «περιτροπὴ τοῦ λόγου» — το να στρέφει κάποιος εναντίον του αντιπάλου του το επιχείρημα που προέβαλε εκείνος
β) παροιμ. «ὑπέρου περιτροπή» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν κάτι πολλές φορές χωρίς να κατορθώνουν τίποτε.

Greek Monotonic

περιτροπή: ἡ (περιτρέπω),
1. μεταβολή, περιστροφή, περιφορά, σε Πλάτ.
2. ανατροπή, αλλαγή, ἐν περιτροπῇ, κατά διαδοχή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιτροπή:
1) вращение: σκυτάλης ἢ ὑπέρου π. погов. Plat. (бесплодное) вращение палки или песта, т. е. толчение воды в ступе;
2) круговорот, чередование, цикл, круг (περιτροπαὶ βραχύποροι Plat.): ἐν περιτροπῇ Her. чередуясь, посменно;
3) опрокидывание (περιτροπαὶ ἀλλήλων Plut.): ἡ π. τοῦ λόγου Sext. обращение доказательства, т. е. использование довода противника против него самого.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτροπή -ῆς, ἡ [περιτρέπω] omkering, omdraaiing. afwisseling, beurt:. ἐν περιτροπῇ om de beurt Hdt. 2.168.2.

Middle Liddell

περιτροπή, ἡ, περιτρέπω
1. a turning round, revolution, circuit, Plat.
2. a turning about, changing, ἐν περιτροπῇ by turns, Hdt.