πλειστήρης: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleistiris | |Transliteration C=pleistiris | ||
|Beta Code=pleisth/rhs | |Beta Code=pleisth/rhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[manifold]], <b class="b3">ἅπας π. χρόνος</b> all <b class="b2">the whole length of</b> time, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>763</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ες,
A manifold, ἅπας π. χρόνος all the whole length of time, A.Eu.763.
German (Pape)
[Seite 628] ες, meistfach, sehr vielfach, πλειστήρης χρόνος, alle Zeit, Aesch. Eum. 733.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστήρης: -ες, (πλεῖστος) πολλαπλοῦς, ἅπας πλ. χρόνος, ὅλος ὁ μακρὸς χρόνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 763.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
très considérable.
Étymologie: πλεῖστος.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός
2. (κατ' επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κοπ-ήρης)].
Greek Monotonic
πλειστήρης: -ες (*ἄρω), πολυμερής, πολλαπλός, ἅπας πλειστήρης χρόνος, ολόκληρη η έκταση του χρόνου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πλειστήρης: многочисленный, т. е. продолжительный: εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον Aesch. на все последующее время.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλειστήρης -ες [πλεῖστος] veelvuldig:. εἰς ἅπαντα πλειστήρη χρόνον voor de volle lengte van alle tijd Aeschl. Eum. 763.
Middle Liddell
πλειστ-ήρης, ες [*ἄρω]
manifold, ἅπας πλ. χρόνος all the whole length of time, Aesch.