συναντιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(c2)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem.
|elnltext=συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買<p>'''詞類次數''':動詞(2)<p>'''原文字根''':同-交換-取得<p>'''字義溯源''':同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἀντιλαμβάνω]])=援助)組成,而 ([[ἀντιλαμβάνω]])由([[ἀντί]])*=相對)與([[λαμβάνω]])*=拿,取)組成。參讀 ([[ἀντιλαμβάνω]])同義字參讀 ([[λαμβάνω]])同源字<p/>'''出現次數''':總共(2);路(1);羅(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 幫助(1) 羅8:26;<p>2) 來幫助(1) 路10:40
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναντιλαμβάνομαι Medium diacritics: συναντιλαμβάνομαι Low diacritics: συναντιλαμβάνομαι Capitals: ΣΥΝΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synantilambánomai Transliteration B: synantilambanomai Transliteration C: synantilamvanomai Beta Code: sunantilamba/nomai

English (LSJ)

Med.,

   A help in gaining a thing, τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8; τῶν τῇ πόλει συμφερόντων SIG412.7 (Delph., iii B.C.); τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19 O.; assist in supporting, τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17: abs., render assistance, περί τινων PHib.1.82.18 (iii B.C.); εἴς τι OGI267.26 (Pergam., iii B.C.).    II c. dat., take part with, help, LXXEx.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. λαμβάνω), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συναντιλαμβάνομαι: μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι αὐτόθι (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21).

English (Strong)

from σύν and ἀντιλαμβάνομαι; to take hold of opposite together, i.e. co-operate (assist): help.

English (Thayer)

2nd aorist middle subjunctive 3rd person singular συναντιλάβηται; to lay hold along with, to strife to obtain with others, help in obtaining (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to take hold with another (who is laboring), hence, universally, to help: τίνι, one, Josephus, anti. 4,8, 4).

Greek Monolingual

ΜΑ
βοηθώ, συντρέχω
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.)
2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»].

Russian (Dvoretsky)

συναντιλαμβάνομαι:
1) помогать добыть (τῆς ἐλευθερίας Diod.);
2) быть в помощь, помогать (τινι и ταῖς ἀσθενείαις τινός NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem.

Chinese

原文音譯:sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買

詞類次數:動詞(2)

原文字根:同-交換-取得

字義溯源:同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀντιλαμβάνω)=援助)組成,而 (ἀντιλαμβάνω)由(ἀντί)*=相對)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字參讀 (λαμβάνω)同源字

出現次數:總共(2);路(1);羅(1)

譯字彙編

1) 幫助(1) 羅8:26;

2) 來幫助(1) 路10:40