Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄκουρος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akouros
|Transliteration C=akouros
|Beta Code=a)/kouros
|Beta Code=a)/kouros
|Definition=ον, (κοῦρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">childless, without male heir</b>, <span class="bibl">Od.7.64</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (κουρά) <b class="b2">unshaven</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>476</span>, Lyc.976, <span class="bibl">Str.10.3.6</span>.</span>
|Definition=ον, (κοῦρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">childless, without male heir</b>, <span class="bibl">Od.7.64</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (κουρά) [[unshaven]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>476</span>, Lyc.976, <span class="bibl">Str.10.3.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:25, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκουρος Medium diacritics: ἄκουρος Low diacritics: άκουρος Capitals: ΑΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ákouros Transliteration B: akouros Transliteration C: akouros Beta Code: a)/kouros

English (LSJ)

ον, (κοῦρος)

   A childless, without male heir, Od.7.64.    II (κουρά) unshaven, Ar.V.476, Lyc.976, Str.10.3.6.

German (Pape)

[Seite 78] 1) ohne Sohn, Hom. einmal, Od. 7, 64. – 2) ungeschoren, ὑπήνη Ar. Vesp. 477; φόβη Lyc. 976.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκουρος: -ον, (κοῦρος ἀντί κόρος) = ἄνευ τέκνου, ἄνευ ἄρρενος κληρονόμου, Ὀδ. Η. 64. ΙΙ. (κουρά) = ὁ μὴ κεκαρμένος, μὴ ἐξυρημένος, Ἀριστοφ. Σφ. 477, Λυκόφρ. 976., Στράβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans enfants.
Étymologie: ἀ, κοῦρος.

English (Autenrieth)

(κοῦρος): without male heir, Od. 7.64†.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene hijo varón τὸν μὲν ἄ. ἐόντα βάλ' ... Ἀπόλλων Od.7.64. • DMic.: a-ko-wo (??).
-ον
1 no rasurado, no afeitadode la barba ὑπήνη Ar.V.476
no rasurado, intonso del cabello κρατὸς δ' ἄ. νῶτα καλλυνεῖ intonso en su cabellera cubrirá su espalda Lyc.976, διὰ τὸ ἀκούρους φυλάττειν τὰς κεφαλάς como etím. de Ἀκαρνᾶνες Str.10.3.6.
2 no afeitado todavía, imberbe ref. un adolescente ICallatis 135.3 (II a.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.

Greek Monotonic

ἄκουρος: -ον (κοῦρος Ιων. αντί κόρος),
I. αυτός που δεν έχει αρσενικό διάδοχο ή κληρονόμο, σε Ομήρ. Οδ.
II. (κουρά), αξύριστος, ακούρευτος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουρος: не имеющий сыновей Hom.
нестриженный (ὑπήνη Arph.).

Middle Liddell

κοῦρος ionic for κόρος
I. without male heir, Od.
II. (κουρά) unshaven, unshorn, Ar.