ἰσόψυχος: Difference between revisions
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(c1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰσό-ψῡχος, ον [[ψυχή]]<br /><b class="num">1.</b> of [[equal]] [[spirit]], [[κράτος]] ἰς. Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of like [[soul]] or [[mind]], NTest. | |mdlsjtxt=ἰσό-ψῡχος, ον [[ψυχή]]<br /><b class="num">1.</b> of [[equal]] [[spirit]], [[κράτος]] ἰς. Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of like [[soul]] or [[mind]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':„sÒyucoj 衣所-普需何士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':相等-涼爽的<p>'''字義溯源''':相似的心靈,魂相似的,心思相似的,同心,靈相似的,有相似心思的;由([[ἴσος]])*=相似)與([[ψυχή]])=呼吸,氣息)組成;而 ([[ψυχή]])出自([[ψύχω]])*=呼氣,活著)<p/>'''出現次數''':總共(1);腓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 同心(1) 腓2:20 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 2 October 2019
English (LSJ)
ον,
A of equal spirit, κράτος ἰ. A.Ag.1470 (lyr.). Adv. -χως, μάχεσθαι Eust.831.52. 2 of like soul or mind, Ep.Phil.2.20.
German (Pape)
[Seite 1268] gleich an Seele, gleichmüthig, Aesch. Ag. 1449 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόψῡχος: -ον, ἔχων ἴσην ἐνέργειαν ψυχῆς, κράτος ἰσόψυχον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1470. ― Ἐπίρρ. -χως, Εὐστ. 831, 52. 2) ἔχων ὁμοίαν ψυχήν, ἔχων τὰ αὐτὰ αἰσθήματα, ὁμοφρονῶν, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l’âme ou les sentiments sont les mêmes.
Étymologie: ἴσος, ψυχή.
English (Strong)
from ἴσος and ψυχή; of similar spirit: likeminded.
English (Thayer)
ἰσόψυχον (ἴσος and ψυχή), equal in soul (A. V. like-minded) (Vulg. unanimus): Aeschylus Ag. 1470.)
Greek Monolingual
ἰσόψυχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον
αρχ.
αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον.
επίρρ...
ἰσοψύχως (Μ)
γενναίως, ανδρείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό-ψυχος, σκληρό-ψυχος].
Greek Monotonic
ἰσόψῡχος: -ον (ψυχή)·
1. αυτός που έχει ίση ψυχική ενέργεια, κράτος ἰσόψυχον, σε Αισχύλ.
2. αυτός που έχει όμοια ψυχή ή ίδια αισθήματα, ομόνοος, ομοϊδεάτης, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἰσόψῡχος:
1) единодушный, одинаковый по духу (κράτος Aesch.);
2) равный по преданности или по усердию NT.
Middle Liddell
ἰσό-ψῡχος, ον ψυχή
1. of equal spirit, κράτος ἰς. Aesch.
2. of like soul or mind, NTest.
Chinese
原文音譯:„sÒyucoj 衣所-普需何士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-涼爽的
字義溯源:相似的心靈,魂相似的,心思相似的,同心,靈相似的,有相似心思的;由(ἴσος)*=相似)與(ψυχή)=呼吸,氣息)組成;而 (ψυχή)出自(ψύχω)*=呼氣,活著)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 同心(1) 腓2:20