ἱεροπρεπής: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(c1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱερο-πρεπής, ές [[πρέπω]]<br />beseeming a [[sacred]] [[place]], [[person]] or [[matter]], [[holy]], [[reverend]], Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen. | |mdlsjtxt=ἱερο-πρεπής, ές [[πρέπω]]<br />beseeming a [[sacred]] [[place]], [[person]] or [[matter]], [[holy]], [[reverend]], Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':ƒeroprep»j 希誒羅-普雷胚士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':聖的-理應<p>'''字義溯源''':恭敬的,受尊敬的,聖的,虔敬的;由([[ἱερός]])*=聖的)與([[πρέπω]])*=合宜)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);多(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 要虔敬(1) 多2:3 | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 2 October 2019
English (LSJ)
ές,
A bseeming a sacred place, person or matter, ὄνομα Pl.Thg.122e; τέχνη, of cookery, Men.130; κνῖσα Luc. Sacr.13; of persons, -έστατος τῶν προγεγενημένων X.Smp.8.40, cf. D.C.56.46, LXX 4 Ma.9.25, Ep.Tit.2.3. Adv. -πῶς Michel 163.21 (Delos, ii B.C.), Inscr.Prien.109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. Ap.1.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, σεβάσμιος, Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui convient à une personne ou à une chose sacrée, digne d’une personne ou d’une chose sainte.
Étymologie: ἱερός, πρέπω.
English (Strong)
from ἱερός and the same as πρέπω; reverent: as becometh holiness.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή
2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος.
επίρρ...
ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς)
με ιεροπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, μεγάλο-πρεπής].
Greek Monotonic
ἱεροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε ιερό χώρο, αξιοσέβαστος, ιερός, διαπρεπής, σεβάσμιος, σε Πλάτ., Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροπρεπής:
1) достойный священного места, приличествующий священным целям (κνῖσα Luc.; ἐν καταστήματι NT);
2) священный (ὄνομα Plat.).
Middle Liddell
ἱερο-πρεπής, ές πρέπω
beseeming a sacred place, person or matter, holy, reverend, Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen.
Chinese
原文音譯:ƒeroprep»j 希誒羅-普雷胚士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:聖的-理應
字義溯源:恭敬的,受尊敬的,聖的,虔敬的;由(ἱερός)*=聖的)與(πρέπω)*=合宜)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 要虔敬(1) 多2:3