προβόλαιος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τοποθετηθεί [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι [[νῶτον]] ἔχοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προβόλαιος]]<br />όπλο που κατέληγε σε [[αιχμή]], θηρευτικό [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[προβόλαιον]]<br />[[μέσο]] άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, [[κυρίως]], η [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβολος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[περίβολος]]: [[περιβόλαιος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τοποθετηθεί [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι [[νῶτον]] ἔχοντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προβόλαιος]]<br />όπλο που κατέληγε σε [[αιχμή]], θηρευτικό [[δόρυ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[προβόλαιον]]<br />[[μέσο]] άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, [[κυρίως]], η [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβολος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[περίβολος]]: [[περιβόλαιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβόλαιος Medium diacritics: προβόλαιος Low diacritics: προβόλαιος Capitals: ΠΡΟΒΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: probólaios Transliteration B: probolaios Transliteration C: provolaios Beta Code: probo/laios

English (LSJ)

ον,

   A held out before one, levelled, in rest, δούρατι προβολαίῳ Theoc.24.125; προβόλαιος alone, = πρόβολος 11, εἴσω τὸν π. ἔχων Orac. ap. Hdt.7.148.

German (Pape)

[Seite 712] = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασθαι.

Greek (Liddell-Scott)

προβόλαιος: -ον, προτεταμένος πρό τινος, προβολαίῳ δούρατι Θεόκρ. 24. 123· καὶ μόνον προβόλαιος, ὡς τὸ πρόβολος ΙΙ, εἴσω τὸν πρ. ἔχων Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, ἔνθα ἴδε Schweigh.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on présente en avant, qu’on oppose ; ὁ προβόλαιος (ἄκων) l’épieu ou javeline en arrêt.
Étymologie: προβολή.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.)
2. το αρσ. ως ουσ.προβόλαιος
όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον
μέσο άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, κυρίως, η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβολος + κατάλ. -αιος (πρβλ. περίβολος: περιβόλαιος)].

Greek Monotonic

προβόλαιος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά σε κάποιον, προτεταγμένος, προβεβλημένος, λέγεται για δόρυ, σε Θεόκρ.· ὁ προβόλαιος (μόνο του), δόρυ, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβόλαιος -ον [προβολή] vooruitgestoken; subst. ὁ προβόλαιος speer. Hdt. 7.148.

Russian (Dvoretsky)

προβόλαιος: II ὁ (sc. ἄκων) копье Her.
выставленный вперед, взятый наперевес (δόρυ Theocr.).

Middle Liddell

προβόλαιος, ον,
held out before one, levelled, couched, of a spear, Theocr.: ὁ πρ., alone, a spear, ap. Hdt.