υπομάζιος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπομάζιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται [[κάτω]] από τον μαστό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπομάζιο</i>(<i>ν</i>)<br />(λογ. τ.) ο [[στηθόδεσμος]], το [[σουτιέν]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θηλάζει<br /><b>2.</b> (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)<br />ὁ [[ὑπομάζιος]] και <i>τὸ ὑπομάζιον</i><br />(ενν. <i> | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπομάζιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται [[κάτω]] από τον μαστό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπομάζιο</i>(<i>ν</i>)<br />(λογ. τ.) ο [[στηθόδεσμος]], το [[σουτιέν]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θηλάζει<br /><b>2.</b> (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)<br />ὁ [[ὑπομάζιος]] και <i>τὸ ὑπομάζιον</i><br />(ενν. <i>παῖς</i> και [[τέκνον]] ή [[βρέφος]]) [[παιδί]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαζός]], ιων. τ. του [[μαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 6 February 2024
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπομάζιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό
2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν)
(λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει
2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)
ὁ ὑπομάζιος και τὸ ὑπομάζιον
(ενν. παῖς και τέκνον ή βρέφος) παιδί που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μαζός, ιων. τ. του μαστός + κατάλ. -ιος].