βάραθρο: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βάραθρον]], Α και [[βέρεθρον]] και [[βέθρον]])<br /><b>1.</b> βαθύ [[χάσμα]] γης<br /><b>2.</b> όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γυναικείου κοσμήματος<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]] και [[βαθύς]] [[λάκκος]] στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βέρεθρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>-<i>∂</i>-) και [[βάραθρον]] (<i>g</i><sup>w</sup><i>r</i>-<i>∂</i>-) —[[αντί]] <i>βάρεθρον</i>, με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του -<i>α</i>- σε -<i>ε</i>- αποτελούν μεταπτωτικές βαθμίδες δισύλλαβης ρίζας (<i>βερη</i>-), η οποία εμφανίζει και μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[βορά]], λατ. <i>gurges</i> «[[δίνη]]», <i>vor</i><i>ā</i><i>re</i> «[[καταβροχθίζω]], [[καταπίνω]]»). Εξάλλου ο τ. [[βέθρον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βέρθρον</i> ή <i>βρέθρον</i>, με ανομοιωτική σίγηση του -<i>ρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βέρεθρον]], με [[συγκοπή]] του <i>–ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[πέλεθρον]] > <i>πλεθρον</i>)].
|mltxt=το (AM [[βάραθρον]], Α και [[βέρεθρον]] και [[βέθρον]])<br /><b>1.</b> βαθύ [[χάσμα]] γης<br /><b>2.</b> όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] γυναικείου κοσμήματος<br /><b>2.</b> [[μεγάλος]] και [[βαθύς]] [[λάκκος]] στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βέρεθρον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>-<i>∂</i>-) και [[βάραθρον]] (<i>g</i><sup>w</sup><i>r</i>-<i>∂</i>-) —[[αντί]] <i>βάρεθρον</i>, με εξακολουθητική [[αφομοίωση]] του -<i>α</i>- σε -<i>ε</i>- αποτελούν μεταπτωτικές βαθμίδες δισύλλαβης ρίζας (<i>βερη</i>-), η οποία εμφανίζει και μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- «[[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]]» ([[πρβλ]]. [[βορά]], λατ. <i>gurges</i> «[[δίνη]]», <i>vor</i><i>ā</i><i>re</i> «[[καταβροχθίζω]], [[καταπίνω]]»). Εξάλλου ο τ. [[βέθρον]] <span style="color: red;"><</span> <i>βέρθρον</i> ή <i>βρέθρον</i>, με ανομοιωτική σίγηση του -<i>ρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βέρεθρον]], με [[συγκοπή]] του <i>–ε</i>- ([[πρβλ]]. [[πέλεθρον]] > <i>πλεθρον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM βάραθρον, Α και βέρεθρον και βέθρον)
1. βαθύ χάσμα γης
2. όλεθρος, καταστροφή
αρχ.
1. είδος γυναικείου κοσμήματος
2. μεγάλος και βαθύς λάκκος στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βέρεθρον (< gwer--) και βάραθρον (gwr--) —αντί βάρεθρον, με εξακολουθητική αφομοίωση του -α- σε -ε- αποτελούν μεταπτωτικές βαθμίδες δισύλλαβης ρίζας (βερη-), η οποία εμφανίζει και μονοσύλλαβη μορφή gwer- «καταπίνω, καταβροχθίζω» (πρβλ. βορά, λατ. gurges «δίνη», vorāre «καταβροχθίζω, καταπίνω»). Εξάλλου ο τ. βέθρον < βέρθρον ή βρέθρον, με ανομοιωτική σίγηση του -ρ- < βέρεθρον, με συγκοπή του –ε- (πρβλ. πέλεθρον > πλεθρον)].