παιγνιήμων: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paigniimon | |Transliteration C=paigniimon | ||
|Beta Code=paignih/mwn | |Beta Code=paignih/mwn | ||
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense" | |Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[παιγνήμων]], <span class="bibl">Hdt.2.173</span>; <b class="b3">τὸ κομψὸν καὶ π. [τοῦ Σωκράτους</b>] Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = παιγνήμων, Hdt.2.173; τὸ κομψὸν καὶ π. [τοῦ Σωκράτους] Numen. ap. Eus.PE14.5.
German (Pape)
[Seite 438] ον, scherzhaft, spaßhaft, Her. 2, 173, von Ath. VI, 261 c τοῖς παιγνίοις ἐπιστήμων erkl.; παιγνήμων bei Suid. u. παιγνίμων bei Schol. Luc. V. H. 2, 41 sind verderbte Formen.
Greek (Liddell-Scott)
παιγνιήμων: -ον, ὡς τὸ παιγνιώδης, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα, Ἡρόδ. 2. 173, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 17, κτλ.· παιγνήμων, αὐτόθι 95. 89, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 106· Ἐπίρρ. -όνως, Εὐστάθ. 772. 38.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui aime la plaisanterie, enjoué.
Étymologie: παιγνία.
Greek Monolingual
παιγνιήμων και παιγνήμων, -ον (ΑΜ)
αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων.
επίρρ...
παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ)
με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα -μων, κατά τα επίθ. σε -(η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ. ελεώ > ελεήμων)].
Greek Monotonic
παιγνιήμων: -ον, αυτός που αγαπά τους αστεϊσμούς, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
παιγνιήμων: 2, gen. ονος любящий забавы Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιγνιήμων -ον, gen. -ονος [παιγνία] vol grappen.
Middle Liddell
παιγνιήμων, ον, [from παιγνία
fond of a joke, Hdt.