εξαγγέλλω: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξαγγέλλω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακοινώνω]], [[μεταδίδω]] [[απόφαση]] ή [[είδηση]] με [[επισημότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκθέτω]] στον εξομολόγο, εξομολογούμαι<br /><b>αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[αναγγέλλω]] ή [[ανακοινώνω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[μυστικό]] ή σπουδαία [[πληροφορία]] (α. «ἵν' ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῑ τὰ περὶ τὰ ποίμνια», <b>Πλάτ.</b><br />β. [[επίσης]] και για προδότες, λιποτάκτες ή κατασκόπους, «ἐξάγγελέ τε | |mltxt=(AM [[ἐξαγγέλλω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακοινώνω]], [[μεταδίδω]] [[απόφαση]] ή [[είδηση]] με [[επισημότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκθέτω]] στον εξομολόγο, εξομολογούμαι<br /><b>αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[αναγγέλλω]] ή [[ανακοινώνω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[μυστικό]] ή σπουδαία [[πληροφορία]] (α. «ἵν' ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῑ τὰ περὶ τὰ ποίμνια», <b>Πλάτ.</b><br />β. [[επίσης]] και για προδότες, λιποτάκτες ή κατασκόπους, «ἐξάγγελέ τε αὐτοῖς τὰ παρ' ἡμῶν» — ανάφερέ τους, ανακοίνωσέ τους [στους εχθρούς] όσα κάνουμε εμείς, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[γνωστοποιώ]] σε όλους, [[διακηρύσσω]], [[διαλαλώ]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>4.</b> [[εκφράζω]], [[εκφέρω]], [[λέγω]] («ταῡτα δ' ἐξαγγέλλεται λέξει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ονομάζω]] («πότερον χαλεπὸν τοῦ βίου ἤ πῶς σὺ αὐτὸ ἐξαγγέλλεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (συνήθ. μέσ.) [[διηγούμαι]] («ἐξαγγελλόμενος τὸ ἑωυτου [[πάθος]] Μελανίππῳ», <b>Ηρόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐξαγγέλλω)
νεοελλ.
ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα
μσν.
εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.)
1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν' ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῑ τὰ περὶ τὰ ποίμνια», Πλάτ.
β. επίσης και για προδότες, λιποτάκτες ή κατασκόπους, «ἐξάγγελέ τε αὐτοῖς τὰ παρ' ἡμῶν» — ανάφερέ τους, ανακοίνωσέ τους [στους εχθρούς] όσα κάνουμε εμείς, Ξεν.)
2. γνωστοποιώ σε όλους, διακηρύσσω, διαλαλώ
3. μέσ. υπόσχομαι
4. εκφράζω, εκφέρω, λέγω («ταῡτα δ' ἐξαγγέλλεται λέξει», Αριστοτ.)
5. ονομάζω («πότερον χαλεπὸν τοῦ βίου ἤ πῶς σὺ αὐτὸ ἐξαγγέλλεις», Πλάτ.)
5. (συνήθ. μέσ.) διηγούμαι («ἐξαγγελλόμενος τὸ ἑωυτου πάθος Μελανίππῳ», Ηρόδ.).