ευανθής: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐανθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παράγει ωραία και [[πολλά]] [[άνθη]] («εὐανθὴς καὶ [[εὐώδης]] [[τόπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανθηρός]], [[θαλερός]], [[ωραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα<br /><b>3.</b> [[φαιδρός]], [[λαμπρός]] («[[χρώμα]] ευανθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόκκινος]], [[ροδόχρους]] («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον [[χρῶμα]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>5.</b> (για τις πρώτες [[τρίχες]] τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) [[ωραίος]], [[ανθηρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα [[λαμπρά]] χρώματα του πτηνού<br />β) «εὐανθὴς [[ὀργή]]» — [[ευγενικός]] [[τρόπος]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (για [[σύγκριση]]) «[[ἅλμη]] εὐανθεστέρα» — [[άλμη]] αλμυρότερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>χλο</i>-<i>ανθής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐανθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παράγει ωραία και [[πολλά]] [[άνθη]] («εὐανθὴς καὶ [[εὐώδης]] [[τόπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανθηρός]], [[θαλερός]], [[ωραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα<br /><b>3.</b> [[φαιδρός]], [[λαμπρός]] («[[χρώμα]] ευανθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόκκινος]], [[ροδόχρους]] («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον [[χρῶμα]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>5.</b> (για τις πρώτες [[τρίχες]] τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) [[ωραίος]], [[ανθηρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα [[λαμπρά]] χρώματα του πτηνού<br />β) «εὐανθὴς [[ὀργή]]» — [[ευγενικός]] [[τρόπος]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (για [[σύγκριση]]) «[[ἅλμη]] εὐανθεστέρα» — [[άλμη]] αλμυρότερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>χλο</i>-<i>ανθής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐανθής, -ές)
1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος», Πλάτ.)
2. ανθηρός, θαλερός, ωραίος
αρχ.
1. αυτός που είναι στολισμένος με άνθη
2. (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα
3. φαιδρός, λαμπρόςχρώμα ευανθές», Πλάτ.)
4. κόκκινος, ροδόχρους («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον χρῶμα», Κλήμ. Αλ.)
5. (για τις πρώτες τρίχες τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) ωραίος, ανθηρός
6. φρ. α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα λαμπρά χρώματα του πτηνού
β) «εὐανθὴς ὀργή» — ευγενικός τρόπος (Πίνδ.)
γ) (για σύγκριση) «ἅλμη εὐανθεστέρα» — άλμη αλμυρότερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανθής (< άνθος), πρβλ. πολυ-ανθής, χλο-ανθής].