τέρχνος: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(2b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=terchnos | |Transliteration C=terchnos | ||
|Beta Code=te/rxnos | |Beta Code=te/rxnos | ||
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=εος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[twig]], [[young shoot]], <span class="bibl">Max.502</span>, Hsch.; also τρέχνος, εος, τό, <span class="title">AP</span>15.25 (Besant., pl.), Hsch.: <b class="b3">τὰ τέρχνιja</b> or <b class="b3">τρέχνιja</b> [[plants]], [[young trees]], Inscr.Cypr.135.9H. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">τέρχνεα· . . ἐντάφια</b>, Hsch. (Cf. [[ταρχύω]].)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:30, 30 June 2020
English (LSJ)
εος, τό,
A twig, young shoot, Max.502, Hsch.; also τρέχνος, εος, τό, AP15.25 (Besant., pl.), Hsch.: τὰ τέρχνιja or τρέχνιja plants, young trees, Inscr.Cypr.135.9H. II τέρχνεα· . . ἐντάφια, Hsch. (Cf. ταρχύω.)
German (Pape)
[Seite 1095] εος, τό, auch τρέχνος, Ast, Zweig, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
τέρχνος: -εος, τό, ὡσαύτως, τρέχνος, νέος κλάδος, βλαστός, Μάξιμ. π. καταρχ. 502.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
branche, jeune pousse.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
και τρέχνος, -εος, τὸ, Α
1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι
2. στον πληθ. τέρχνεα
(κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -νος (πρβλ. ἔρ-νος, κτῆ-νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα
ἐντάφια» συνδέεται με το είδος τών νεκρικών θυσιών (πρβλ. και «κάρπωσις
θυσία Ἀφροδίτης», Ησύχιος)].
Frisk Etymology German
τέρχνος: τρέχνος
{térkhnos}
Grammar: n.
Meaning: Schößling, Zweig (Max., AP, H.); kypr. τὰ τέρχνιjα (τρεχ- ?; geschr. te-re-ki-ni-ja) Früchte.
Etymology : Bildung wie ἔρνος, κτῆνος u.a.; sonst isoliert. Für Anknüpfung an τρέχω Niedermann IF26,46f.; andere Vorschläge bei Prellwitz KZ 42, 386 und Vendryes MSL 13, 406ff. (s. Bq, W.-Hofmann s. termes und WP. 1, 862 f., Pok. 258). — Bei τέρχνεα = ἐντάφια H. handelt es sich offenbar um eine Spezialisierung der Bed. Früchte; vgl. καρποί, κάρπωμα, -ωσις auch Früchte als Opfergaben, κάρπωσις· θυσία Ἀφροδίτης ἐν Ἀμαθοῦντι H.
Page 2,883