начинать: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐγχειρέω]], [[ἰάπτω]], [[ἐμβαίνω]], [[φροιμιάζομαι]], [[ἀνακρούω]], [[ἀγκρούομαι]], [[συνάπτω]], [[κατάρχω]], [[ἐξάρχω]], [[ἐνάρχομαι]], [[ἀρχηγετέω]], [[ἐναπάρχομαι]], [[τρέπω]], [[ἀνακινέω]], [[ἀπάρχω]], [[πλησιάζω]], [[πορεύω]], [[ἀνεγείρω]], [[ἐρέθω]], [[ἐπισυνάπτω]], [[συντινάσσω]], [[συντινάττω]], [[ἐνίστημι]] | |rueltext=[[βακχιόω]], [[ταράσσω]], [[ἀνάγω]], [[ἐγχειρέω]], [[ἰάπτω]], [[ἐμβαίνω]], [[φροιμιάζομαι]], [[ἀνακρούω]], [[ἀγκρούομαι]], [[συνάπτω]], [[κατάρχω]], [[ἐξάρχω]], [[ἐνάρχομαι]], [[ἀρχηγετέω]], [[ἐναπάρχομαι]], [[τρέπω]], [[ἀνακινέω]], [[ἀπάρχω]], [[πλησιάζω]], [[πορεύω]], [[ἀνεγείρω]], [[ἐρέθω]], [[ἐπισυνάπτω]], [[συντινάσσω]], [[συντινάττω]], [[ἐνίστημι]], [[ἀνίστημι]], [[ἔρχομαι]], [[ἰθύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 15 October 2019
Russian > Greek
βακχιόω, ταράσσω, ἀνάγω, ἐγχειρέω, ἰάπτω, ἐμβαίνω, φροιμιάζομαι, ἀνακρούω, ἀγκρούομαι, συνάπτω, κατάρχω, ἐξάρχω, ἐνάρχομαι, ἀρχηγετέω, ἐναπάρχομαι, τρέπω, ἀνακινέω, ἀπάρχω, πλησιάζω, πορεύω, ἀνεγείρω, ἐρέθω, ἐπισυνάπτω, συντινάσσω, συντινάττω, ἐνίστημι, ἀνίστημι, ἔρχομαι, ἰθύω