чрезвычайно: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑπερπερίσσως]] | |rueltext=[[ὑπερπερίσσως]], [[ἄμοτον]], [[δαιμονίως]], [[ἐκπρεπῶς]], [[μέγιστον]], [[μεγάλως]], [[περιώσιον]], [[ἄγαν]], [[μυρίῳ]], [[ἄκρως]], [[διαφερόντως]], [[ἄσπετον]], [[ἐκνομίως]], [[ἐκτόπως]], [[ῥυδόν]], [[λίαν]], [[λίην]], [[πέρι]], [[περίαλλα]], [[ἰσχυρῶς]], [[ὑπερβαλλόντως]], [[αἰνῶς]], [[ἐκπάγλως]], [[περισσῶς]], [[περιττῶς]], [[ὑπερλίαν]], [[ὑπερφυῶς]], [[δαιμόνια]], [[ὑπερφιάλως]], [[ὑπεράγαν]], [[μεγαλωστί]], [[ἀκριβῶς]], [[δεινῶς]], [[πέρα]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
ὑπερπερίσσως, ἄμοτον, δαιμονίως, ἐκπρεπῶς, μέγιστον, μεγάλως, περιώσιον, ἄγαν, μυρίῳ, ἄκρως, διαφερόντως, ἄσπετον, ἐκνομίως, ἐκτόπως, ῥυδόν, λίαν, λίην, πέρι, περίαλλα, ἰσχυρῶς, ὑπερβαλλόντως, αἰνῶς, ἐκπάγλως, περισσῶς, περιττῶς, ὑπερλίαν, ὑπερφυῶς, δαιμόνια, ὑπερφιάλως, ὑπεράγαν, μεγαλωστί, ἀκριβῶς, δεινῶς, πέρα