seguro: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[εἰ]], [[εἰ μή]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]] | |sltx=[[εἰ]], [[εἰ μή]], [[βάσιμος]], [[ἀδεής]], [[ἀμετανόητος]], [[ἀκηδής]], [[δυσπερίτρεπτος]], [[ἀξιόπιστος]], [[ἀραρίσκω]], [[ἀτρεκής]], [[ἀσφαλής]], [[βέβαιος]], [[ἀλανής]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀπήμων]], [[ἀκατάφθορος]], [[ἀδιάδραστος]], [[ἀδιάπτωτος]], [[ἀδιάπταιστος]], [[ἀκίνδυνος]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἀπρόπτωτος]], [[ἄπτωτος]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄκλοπος]], [[ἄπταιστος]], [[ἔγγυος]], [[ἐνέχυρος]], [[διαβεβαιωτικός]], [[ἀστέμβακτος]], [[ἀνεπισφαλής]], [[ἑδράστερος]], [[ἐκ τοῦ ἀκινδύνου]], [[ἐν ἀκινδύνῳ]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 6 January 2023
Spanish > Greek
εἰ, εἰ μή, βάσιμος, ἀδεής, ἀμετανόητος, ἀκηδής, δυσπερίτρεπτος, ἀξιόπιστος, ἀραρίσκω, ἀτρεκής, ἀσφαλής, βέβαιος, ἀλανής, ἀσάλευτος, ἀπήμων, ἀκατάφθορος, ἀδιάδραστος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάπταιστος, ἀκίνδυνος, ἀμετάπειστος, ἀπρόπτωτος, ἄπτωτος, ἀπροφάσιστος, ἄκλοπος, ἄπταιστος, ἔγγυος, ἐνέχυρος, διαβεβαιωτικός, ἀστέμβακτος, ἀνεπισφαλής, ἑδράστερος, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου, ἐν ἀκινδύνῳ