γαστριμαργία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γαστριμαργία]] -ας, ἡ [[γαστρίμαργος]] gulzigheid, vraatzucht.
|elnltext=[[γαστριμαργία]] -ας, ἡ [[γαστρίμαργος]] gulzigheid, vraatzucht.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[gluttony]]
}}
}}

Revision as of 14:25, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαστρῐμαργία Medium diacritics: γαστριμαργία Low diacritics: γαστριμαργία Capitals: ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: gastrimargía Transliteration B: gastrimargia Transliteration C: gastrimargia Beta Code: gastrimargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A gluttony, Hp.Int.6, Pl.Phd.81e (pl.), Eus.Mynd.9, Andronic. Rhod.p.572 M.; pl., Luc.Am.42.

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, Gefräßigkeit, Schlemmerei, Hippocr.; Plat. Tim. 73 a u. öfter; Luc. Amor. 42; mit λαιμαργία vrbdn Ath. X, 412 d.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρῐμαργία: ἡ, λαιμαργία, ἀδηφαγία, Ἱππ. 534. 20, Πλάτ. Φαίδωνι 81E, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.6
ingestión excesiva, glotonería, gula γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.Ti.73a, cf. Phd.81e, Phdr.238b, Arist.EE 1231a19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4Ma.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.Am.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός Corp.Herm.6.3.15, cf. Chrysipp.Stoic.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.Eun.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.HE 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.Mort.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782.

Greek Monolingual

η (AM γαστριμαργία) γαστρίμαργος
η ιδιότητα του γαστρίμαργου.

Greek Monotonic

γαστρῐμαργία: ἡ, αδηφαγία, λαιμαργία, απληστία ως προς το φαγητό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γαστριμαργία: ἡ прожорливость, обжорство, чревоугодие Plat., Arst., Plut., Luc.

Middle Liddell

[from γαστρίμαργος
gluttony, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαστριμαργία -ας, ἡ γαστρίμαργος gulzigheid, vraatzucht.

English (Woodhouse)

gluttony

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)