θανατικός: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thanatikos | |Transliteration C=thanatikos | ||
|Beta Code=qanatiko/s | |Beta Code=qanatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[deadly]], <b class="b3">θ. ἐγκλήματα</b> [[capital]] charges, <span class="bibl">D.S.37.5</span>; <b class="b3">νόμοι, ζημία</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.5.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">AJ</span>15.11.5</span>; <b class="b3">δίκη θ</b>. trial | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[deadly]], <b class="b3">θ. ἐγκλήματα</b> [[capital]] charges, <span class="bibl">D.S.37.5</span>; <b class="b3">νόμοι, ζημία</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.5.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">AJ</span>15.11.5</span>; <b class="b3">δίκη θ</b>. trial [[on a capital charge]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Alex.</span>42</span>; of planetary influences, Vett. Val.<span class="bibl">129.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Medic., [[fatal]], συνδρομή Gal.16.545. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> Adv. <b class="b3">-κῶς, λέγεσθαι</b>, as expl. of <b class="b3">δυσηλεγής</b>, <span class="bibl">Eust.321.40</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:30, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A deadly, θ. ἐγκλήματα capital charges, D.S.37.5; νόμοι, ζημία, J.BJ3.5.7, AJ15.11.5; δίκη θ. trial on a capital charge, Plu.Per.10, Alex.42; of planetary influences, Vett. Val.129.4. 2 Medic., fatal, συνδρομή Gal.16.545. 3 Adv. -κῶς, λέγεσθαι, as expl. of δυσηλεγής, Eust.321.40.
German (Pape)
[Seite 1186] den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Proceß auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος, θανάτου ἄξιος, θ. ἔγκλημα, «διὰ θάνατον», Διόδ. Ἐκλογ. 610. 39· δίκη, Λατ. capitalis, Πλούτ. Περικλ. 10. Ἀλεξ. 42· - θανατικόν, τό, ἐπιδημικὴ ἀσθένεια, λοιμός, πανώλης, Βυζ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 321. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la mort : θανατικὴ δίκη PLUT procès capital, qui peut entraîner la mort.
Étymologie: θάνατος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM θανατικός, -ή, -όν) θάνατος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» — δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο, Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το θανατικό(ν)
θανατηφόρος επιδημία, λοιμός
αρχ.
μοιραίος, ολέθριος.
επίρρ...
θανατικῶς (Μ)
με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», Ευστ.).
Greek Monotonic
θᾰνᾰτικός: -ή, -όν, θανατηφόρος· θανατικὴ δίκη, ποινή θανάτου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτικός: угрожающий смертной казнью (ἐγκλήματα Diod.; δίκη Plut.): θανατικὴ κρίσις Plut. смертный приговор.