κεραίω: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keraio | |Transliteration C=keraio | ||
|Beta Code=kerai/w | |Beta Code=kerai/w | ||
|Definition=Ep. for | |Definition=Ep. for [[κεράω]], radic. form of <b class="b3">κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[mix]] the wine stronger, <span class="bibl">Il.9.203</span>; ἀμβροσίην ἐκέραιον <span class="bibl">Q.S.4.139</span>:— Pass., ᾧ κα κεραίηται <span class="title">Schwyzer</span> 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος <span class="bibl">Emp.35.8</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>178</span>,<span class="bibl">511</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 7 July 2020
English (LSJ)
Ep. for κεράω, radic. form of κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε
A mix the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:— Pass., ᾧ κα κεραίηται Schwyzer 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.Al.178,511.
German (Pape)
[Seite 1419] = κεράννυμι, mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; v. l. κεραίνω u. κεραίρω; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.
Greek (Liddell-Scott)
κεραίω: Ἐπ. ἀντὶ κεράω, ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν οἶνον μὲ ὀλιγώτερον ὕδωρ (μᾶλλον ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.
French (Bailly abrégé)
impf. épq. κέραιον;
c. κεράννυμι.
English (Autenrieth)
(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; esp. of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘plated’ with gold, Od. 4.132. ;;: see κεράννῦμι.
Greek Monolingual
κεραίω (Α)
αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» — ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. του κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω].
Greek Monotonic
κεραίω: Επικ. αντί κεράω, ζωρότερον κέραιε, ανάμειξε το κρασί με λιγότερο νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.
Russian (Dvoretsky)
κεραίω: Hom. = κεράννυμι.
Middle Liddell
κεραίω, [epic for κεράω
ζωρότερον κέραιε, mix the wine stronger, Il.