κολακεία: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 42: Line 42:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kolake⋯a 可拉咳阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':諂媚<br />'''字義溯源''':諂媚,奉承;源自([[κολακεία]])X*=奉承)<br />'''出現次數''':總共(1);帖前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 諂媚的(1) 帖前2:5
|sngr='''原文音譯''':kolake⋯a 可拉咳阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':諂媚<br />'''字義溯源''':諂媚,奉承;源自([[κολακεία]])X*=奉承)<br />'''出現次數''':總共(1);帖前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 諂媚的(1) 帖前2:5
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[flattery]]
}}
}}

Revision as of 14:05, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκεία Medium diacritics: κολακεία Low diacritics: κολακεία Capitals: ΚΟΛΑΚΕΙΑ
Transliteration A: kolakeía Transliteration B: kolakeia Transliteration C: kolakeia Beta Code: kolakei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A flattery, fawning, Democr.268, Pl.R.590b, Grg.463c, 465b, Thphr.Char.2, etc.; πολλὴν κολακείαν πεποίηται Aeschin.3.162, cf.Cic.Att.13.27.1; περὶ κολακείας, title of treatise by Phld.

German (Pape)

[Seite 1472] ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei; Plat. Gorg. 455 a u. A.; κολακείαν ποιεῖσθαι, = κολακεύειν, Aesch. 3, 162; πρός τινα, Ath. VI, 252 f.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰκεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πολ. 590Β, Γοργ. 453Β, 465Β, κτλ.· κολακείαν ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 76. 42.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
flatterie, adulation.
Étymologie: κόλαξ.

English (Strong)

from a derivative of kolax (a fawner); flattery: X flattering.

English (Thayer)

(T WH κολακια (see Iota)), κολακείας, ἡ (κολεκεύω), flattery: λόγος κολακείας, flattering discourse, Plato, Demosthenes, Theophrastus, Josephus, Herodian, others.)

Greek Monolingual

η (AM κολακεία) κολακεύω
καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις κρεῑτον ἤ κολακείᾳ τι ποιῆσαι Φιλίππου», Δημοσθ.)
νεοελλ.
κολακευτικός λόγος
αρχ.
το ξεγέλασμα κάποιου με ψεύτικα και απατηλά λόγια.

Greek Monotonic

κολᾰκεία: ἡ, κολακεία, γαλιφιά, δουλοπρέπεια, σε Πλάτ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κολᾰκεία: ἡ лесть, заискивание, угодничество (πλουσίων Arst.; ἐν λόγῳ NT): κολακείαν ποιεῖσθαι Aeschin. заискивать, льстить.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολακεία -ας, ἡ [κόλαξ] vleierij.

Middle Liddell

κολᾰκεία, ἡ,
flattery, fawning, Plat., Aeschin.

Chinese

原文音譯:kolake⋯a 可拉咳阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:諂媚
字義溯源:諂媚,奉承;源自(κολακεία)X*=奉承)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 諂媚的(1) 帖前2:5

English (Woodhouse)

flattery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)