καταχρηστικός: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachristikos
|Transliteration C=katachristikos
|Beta Code=kataxrhstiko/s
|Beta Code=kataxrhstiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[misused]], [[misapplied]], of words and phrases, ὑπάκουσις Phld.<span class="title">Rh.</span>1.89 S., cf. <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>8.129</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> <b class="b2">by a misuse of language</b>, <span class="bibl">Str.7.7.11</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.191</span>, etc.; opp. <b class="b3">κυρίως</b>, <span class="bibl">D.T.632.24</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.15</span>, <span class="bibl">Ph.1.68</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>4.26</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[serviceable]], τὰ κ. καὶ συνεργατικὰ πρός τι <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>80</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[misused]], [[misapplied]], of words and phrases, ὑπάκουσις Phld.<span class="title">Rh.</span>1.89 S., cf. <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>8.129</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> [[by a misuse of language]], <span class="bibl">Str.7.7.11</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.191</span>, etc.; opp. <b class="b3">κυρίως</b>, <span class="bibl">D.T.632.24</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.15</span>, <span class="bibl">Ph.1.68</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>4.26</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[serviceable]], τὰ κ. καὶ συνεργατικὰ πρός τι <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>80</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:05, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρηστικός Medium diacritics: καταχρηστικός Low diacritics: καταχρηστικός Capitals: ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katachrēstikós Transliteration B: katachrēstikos Transliteration C: katachristikos Beta Code: kataxrhstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A misused, misapplied, of words and phrases, ὑπάκουσις Phld.Rh.1.89 S., cf. S.E. M.8.129. Adv. -κῶς by a misuse of language, Str.7.7.11, S.E.P.1.191, etc.; opp. κυρίως, D.T.632.24, Phld.Po.5.15, Ph.1.68: Comp. -ώτερον A.D. Synt.4.26, S.E.M.6.2.    2 serviceable, τὰ κ. καὶ συνεργατικὰ πρός τι Ptol. Tetr.80.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρηστικός: ἡ, όν, κακῶς μεταχειριζόμενος, Ἐκκλ. ΙΙ. κακῶς μεταχειρισμένος, κακῶς ἐφαρμοζόμενος, ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 129.- Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ κακὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, οὐχὶ κυριολεκτικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 191· Συγκρ. = -ώτερον ὁ αὐτ. ἐν Μ. 6. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καταχρηστικός, -ή, -όν) καταχρώμαι
1. αυτός που κάνει κατάχρηση
2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση του κανόνα ή με υπέρβαση του αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος
3. φρ. α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι , ,
β) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις ἄνευ, ἄχρι, μέχρι, χωρίς, ἕνεκα ή ἕνεκεν, πλήν, ὡς, χάριν, οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει εκτός της πλήν
νεοελλ.
φρ. μαθ. «καταχρηστικό κλάσμα» — το κλάσμα του οποίου ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρονομαστή
αρχ.
εξυπηρετικός, πρόθυμος, χρήσιμος.
επίρρ...
καταχρηστικώς και -άκαταχρηστικώς)
νεοελλ.
κατά παράβαση του κανόνα, κατ' εξαίρεση
μσν.
αφύσικα
αρχ.
1. μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά
2. ανακριβώς, αδοκίμως, κατά κακή χρήση της γλώσσας.