μορτή: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μορτή''': ἡ, ([[μείρομαι]]) [[μέρος]], [[μερίδιον]], [[κυρίως]], ὡς καὶ νῦν, τὸ συμπεφωνημένον [[μερίδιον]] [[ὅπερ]] ἔδιδεν ὁ [[μορτίτης]] εἰς τὸν ἰδιοκτήτην, συνήθως τὸ ἓν ἕκτον τῆς ἐσοδείας, | |lstext='''μορτή''': ἡ, ([[μείρομαι]]) [[μέρος]], [[μερίδιον]], [[κυρίως]], ὡς καὶ νῦν, τὸ συμπεφωνημένον [[μερίδιον]] [[ὅπερ]] ἔδιδεν ὁ [[μορτίτης]] εἰς τὸν ἰδιοκτήτην, συνήθως τὸ ἓν ἕκτον τῆς ἐσοδείας, Πολυδ. Ζ΄, 151, Εὐστ. 1854. 31· - [[ἐντεῦθεν]], [[ἐπίμορτος]] γῆ, ἡ καλλιεργουμένη ὑπὸ μορτίτου, Σόλων παρὰ Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ [[ἐπίμορτος]] [[γεωργός]], colonus partiarius, ὁ [[μορτίτης]], Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ γεωργὸς [[μορτίτης]], ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μορτή]], Α δωρ. τ. μορτά, Μ και μουρτή)<br /><b>1.</b> [[μέρος]], [[μερίδιο]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) το συμφωνημένο [[ποσοστό]] καρπών το οποίο δίνει ο [[καλλιεργητής]] στον ιδιοκτήτη της γης, αλλ. [[γεώμορο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μορ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[μορτή]], Α δωρ. τ. μορτά, Μ και μουρτή)<br /><b>1.</b> [[μέρος]], [[μερίδιο]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) το συμφωνημένο [[ποσοστό]] καρπών το οποίο δίνει ο [[καλλιεργητής]] στον ιδιοκτήτη της γης, αλλ. [[γεώμορο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μορ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ, (μείρομαι A)
A part, portion, esp. the portion of a métayer in the proceeds of an estate, Poll.7.151, Eust.1854.31: acc. sg. μορτάν Hsch.
German (Pape)
[Seite 208] ἡ, Theil, Antheil, bes. der Antheil des colonus partiarius an dem Ertrage eines Landes, welches derselbe für einen gewissen Antheil an den Früchten bestellt, gewöhnlich der sechste Theil, VLL., nach Poll. 7, 151 richtige Leseart für μοργή. Auch μοργίον, μέτρον γῆς, πλέθρον, Hesych. richtiger μορτίον. Dah. μορτΐτης γεωργός, colonus partiarius, neugriechisch. Vgl. ἐπίμορτος.
Greek (Liddell-Scott)
μορτή: ἡ, (μείρομαι) μέρος, μερίδιον, κυρίως, ὡς καὶ νῦν, τὸ συμπεφωνημένον μερίδιον ὅπερ ἔδιδεν ὁ μορτίτης εἰς τὸν ἰδιοκτήτην, συνήθως τὸ ἓν ἕκτον τῆς ἐσοδείας, Πολυδ. Ζ΄, 151, Εὐστ. 1854. 31· - ἐντεῦθεν, ἐπίμορτος γῆ, ἡ καλλιεργουμένη ὑπὸ μορτίτου, Σόλων παρὰ Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐπίμορτος γεωργός, colonus partiarius, ὁ μορτίτης, Ἡσύχ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ γεωργὸς μορτίτης, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μορτή, Α δωρ. τ. μορτά, Μ και μουρτή)
1. μέρος, μερίδιο
2. (κυρίως) το συμφωνημένο ποσοστό καρπών το οποίο δίνει ο καλλιεργητής στον ιδιοκτήτη της γης, αλλ. γεώμορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας μερ- του μείρομαι].