κεγχρίας: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεγχρίας''': -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. [[ἕρπης]], ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. [[ὄφις]] ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· [[κέγχρος]], [[αὐτόθι]] 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· [[κεγχρίτης]], Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ [[κεγχρίας]], [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ [[καχρυδίας]].
|lstext='''κεγχρίας''': -ου, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. [[ἕρπης]], ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. [[ὄφις]] ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· [[κέγχρος]], [[αὐτόθι]] 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· [[κεγχρίτης]], Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ [[κεγχρίας]], [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ [[καχρυδίας]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεγχρίας]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[πυρετός]]» — λοιμώδες [[νόσημα]] που χαρακτηρίζεται από άφθονο [[ιδρώτα]] και από [[εμφάνιση]] ιδρώων στο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> [[φίδι]] που έχει στο [[δέρμα]] του εξογκώματα όμοια με [[κεχρί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[ἕρπης]]» — [[εξάνθημα]] του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>ίας</i>, <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεγχρίας]], ὁ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[πυρετός]]» — λοιμώδες [[νόσημα]] που χαρακτηρίζεται από άφθονο [[ιδρώτα]] και από [[εμφάνιση]] ιδρώων στο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[κεχρί]]<br /><b>2.</b> [[φίδι]] που έχει στο [[δέρμα]] του εξογκώματα όμοια με [[κεχρί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κεγχρίας]] [[ἕρπης]]» — [[εξάνθημα]] του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>ίας</i>, <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρίας Medium diacritics: κεγχρίας Low diacritics: κεγχρίας Capitals: ΚΕΓΧΡΙΑΣ
Transliteration A: kenchrías Transliteration B: kenchrias Transliteration C: kegchrias Beta Code: kegxri/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A like grains of millet. κ. ἕρπης an eruption on the skin, Gal.7.722, 10.1009.    II serpent with millet-like protuberances on the skin, Philum.Ven.22.1:—alsoκεγχρ-ιδίας, Dsc.Ther.32; cf. κέγχρος 111:

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) ἕρπης, ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. κεγχρίς, κεγχριδίας, κεγχράνης.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. ἕρπης, ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. ὄφις ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, ὅμοιος πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· κέγχρος, αὐτόθι 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· κεγχρίτης, Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ κεγχρίας, εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ καχρυδίας.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ)
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» — λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με κεχρί
2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί
3. φρ. «κεγχρίας ἕρπης» — εξάνθημα του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίας (πρβλ. αστερ-ίας, καρχαρ-ίας)].