προκαταβάλλω: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokatavallo | |Transliteration C=prokatavallo | ||
|Beta Code=prokataba/llw | |Beta Code=prokataba/llw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[apply first]], Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.48.35.2</span> (Pass.):—also in Pass., <b class="b2">to be swallowed first</b>, <span class="bibl">Ph.1.320</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Med., [[lay the foundations of before]], <span class="bibl">Id.2.476</span>; <b class="b3">θέατρον, οἰκοδομήματα</b>, <span class="bibl">D.C.43.49</span>, <span class="bibl">57.10</span>: metaph., <b class="b3">τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας</b> Andronic.Rhod.<span class="bibl">p.577</span> M.:—Pass., <span class="bibl">Ph.1.405</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Pass., <b class="b2">to be previously overcome, exhausted</b>, Gal.19.601.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:25, 1 July 2020
English (LSJ)
A apply first, Heliod. ap. Orib.48.35.2 (Pass.):—also in Pass., to be swallowed first, Ph.1.320. II Med., lay the foundations of before, Id.2.476; θέατρον, οἰκοδομήματα, D.C.43.49, 57.10: metaph., τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας Andronic.Rhod.p.577 M.:—Pass., Ph.1.405, al. III Pass., to be previously overcome, exhausted, Gal.19.601.
German (Pape)
[Seite 728] (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταβάλλω: καταβάλλω πρότερον, Φίλων 1. 320, κτλ. ― Μέσ., καταβάλλω τὰ θεμέλιά τινος πρότερον, θέατρον, οἰκοδόμημα, κτλ., Δίων Κ. 43. 49., 57. 10, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. προκαταβλητέον, δεῖ προκαταβάλλειν, Θεοδ. Κορυδ. Ρητ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 13. 705. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 514 κἑξ., 869.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο»)
αρχ.
1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων
2. εφαρμόζω πρώτος
3. σπέρνω από πριν
4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα
5. δηλώνω, αναφέρω προηγουμένως
6. εξευτελίζω, ταπεινώνω εκ τών προτέρων
7. κατατρομάζω από πριν
8. μέσ. προκαταβάλλομαι
σωριάζω, καταστρέφω τα θεμέλια οικοδομήματος εκ τών προτέρων
9. παθ. α) καταπίνομαι, καταβροχθίζομαι από πριν («τὸ μηρυκώμενον τὴν προκαταβληθεῑσαν ἐπιλεαίνει τροφήν», Φίλ.)
β) καταπονούμαι, εξαντλούμαι προηγουμένως.