καρπωτός: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karpotos | |Transliteration C=karpotos | ||
|Beta Code=karpwto/s | |Beta Code=karpwto/s | ||
|Definition=όν, ( | |Definition=όν, ([[καρπός]] B) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[reaching to the wrist]], <b class="b3">κ. Χιτών</b> a coat [[with sleeves down to the wrist]], <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span>13.18</span>, <span class="bibl">19</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 7 July 2020
English (LSJ)
όν, (καρπός B)
A reaching to the wrist, κ. Χιτών a coat with sleeves down to the wrist, LXX 2 Ki.13.18, 19.
German (Pape)
[Seite 1329] bis an die Vorderhand reichend, χιτών, ein Unterkleid mit langen Aermeln, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
καρπωτός: -όν, (καρπὸς Β)·―ὁ μέχρι τοῦ καρποῦ καθικνούμενος, καρ. χιτών, ἔχων χειρῖδας μέχρι τῶν καρπῶν τῶν χειρῶν, Ἑβδ. (Β' Βασιλ. ΙΓ', 18, 19)· πρβλ. χειριδωτός.
Greek Monolingual
καρπωτός, -όν (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό του χεριού («χιτὼν καρπωτός» — χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό του χεριού, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, δικτυ-ωτός)].