ὁμόφυλος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omofylos | |Transliteration C=omofylos | ||
|Beta Code=o(mo/fulos | |Beta Code=o(mo/fulos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of the same race]] or [[stock]], [[akin]] (wider in sense than <b class="b3">ὁμοεθνής</b>, q.v.), Hp.Aër.12, <span class="bibl">Th.1.141</span>, etc.; opp. <b class="b3">ἀλλόφυλος</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Sent.</span>39</span> ; οἱ ὁ. [[those of the same race]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.4.27</span> ; <b class="b3">φιλία ὁ</b>. friendship <b class="b2">based on kinship</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span> 1200</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>244a</span> ; ὁ. Ζεύς <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>843a</span>; <b class="b3">θοὑμόφυλον</b>, = [[ὁμοφυλία]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>346</span>, Decr. ap. <span class="bibl">D.18.186</span> ; <b class="b3">τὸ μὴ ὁ</b>. a city [[peopled by different races]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1303a25</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> generally, [[of the same breed]] or [[kind]], ἀρχαὶ οὐχ ὁ. <span class="bibl">Philol.6</span> ; ὄρνιθες <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.39</span> ; <b class="b3">ἀπιέναι πρὸς τὸ ὁ</b>. ib.<span class="bibl">8.7.20</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>396b10</span> ; [τὸ πῦρ] συγκρίνει τὰ ὁ. <b class="b2">homogeneous matter</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cael.</span>307b1</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">GC</span>329b28</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:34, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A of the same race or stock, akin (wider in sense than ὁμοεθνής, q.v.), Hp.Aër.12, Th.1.141, etc.; opp. ἀλλόφυλος, Epicur.Sent.39 ; οἱ ὁ. those of the same race, X.Cyr.5.4.27 ; φιλία ὁ. friendship based on kinship, E.HF 1200 (lyr.), Pl.Mx.244a ; ὁ. Ζεύς Id.Lg.843a; θοὑμόφυλον, = ὁμοφυλία, E.IT346, Decr. ap. D.18.186 ; τὸ μὴ ὁ. a city peopled by different races, Arist.Pol.1303a25. 2 generally, of the same breed or kind, ἀρχαὶ οὐχ ὁ. Philol.6 ; ὄρνιθες X.Cyr.1.6.39 ; ἀπιέναι πρὸς τὸ ὁ. ib.8.7.20, cf. Arist.Mu.396b10 ; [τὸ πῦρ] συγκρίνει τὰ ὁ. homogeneous matter, Id.Cael.307b1, cf. GC329b28.
German (Pape)
[Seite 342] von gleichem Stamme, Geschlechte, stammverwandt; φιλία, Eur. Herc. Fur. 1200; θοὐμόφυλον, das gleiche Geschlecht, I. T. 346, wie Plat. Menex. 242 d; Thuc. 1, 141; ὄρνιθες, von derselben Art, Xen. Cyr. 1, 6, 39; int allgemeinern Sinne, der Verwandte, 8, 7, 20; Ζεὺς ὁμόφυλος, Plat. Legg. VIII, 843 a; Folgde; es hat einen weitern Begriff als ὁμοεθνής, s. dasselbe; οἱ γειτνιῶντες καὶ ὁμόφυλοι βάρβαροι, Hdn. 6, 2, 10; Plut. Arat. 45 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, τοῦ αὐτοῦ γένους, (εὐρύτερον κατ’ ἔννοιαν τοῦ ὁμοεθνής, ὃ ἴδε), Ἱππ. π. Ἀερ. 289, Θουκ. 1. 141, κτλ.· οἱ ὁμόφυλοι, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 27· φιλία ὁμόφ., φιλία πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν αὐτὴν καταγωγήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1200· ὁμ. Ζεὺς Πλάτ. Νόμ. 843Α· - τὸ ὁμόφυλον, = ὁμοφυλία, Εὐρ. Ι. Τ. 346, Δημ. 290. 20· τὸ μὴ ὁμόφυλον, ἐπὶ πόλεως κατοικουμένης ὑπὸ διαφόρων φυλῶν, Ἀριστ. Πολιτκ. 5. 3, 11. 2) καθόλου, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους, ἢ εἴδους, ὄρνιθες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39· πρὸς τὸ ὁμ. ἀπιέναι αὐτόθι 8. 7, 20, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 3· τὸ πῦρ συγκρίνει τὰ ὁμ., τὰς ὁμογενεῖς οὐσίας, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 5. 2, 4, πρβλ. π. Οὐρ. 3. 8, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de même tribu, de même race : τὸ ὁμόφυλον XÉN, p. crase θοὐμόφυλον EUR communauté de race;
2 en parl. d’animaux de même famille, de même espèce.
Étymologie: ὁμός, φῦλον.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόφυλος, -ον)
αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ ὁμοφύλους ὄρνιθας ἐξαπατάν», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόφυλον
ομοφυλία, συγγένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό-φυλος].
Greek Monotonic
ὁμόφῡλος: -ον (φῦλον), αυτός που προέρχεται από την ίδια φυλή ή το ίδιο γένος, σε Θουκ. κ.λπ.· οἱ ὁμόφυλοι, εκείνοι που ανήκουν στην ίδια φυλή, σε Ξεν.· φιλίαὁμ., φιλία μ' εκείνους που ανήκουν στο ίδιο γένος, που έχουν την ίδια καταγωγή, σε Ευρ.· τὸ ὁμόφυλον = ὁμοφυλία, στον ίδ.· τὸ μὴ ὁμόφυλον, πόλη που κατοικείται από διαφορετικές φυλές, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόφῡλος:
1) принадлежащий к тому же роду, одноплеменный, соплеменный, родственный (τινος Plut.): φιλία ὁ. Eur. братская любовь; ὁ. Ζεύς Plat. Зевс единоплеменный (в отличие от Ζεὺς ξένιος);
2) той же породы (ὄρνιθες Xen.): τὰ συγγενῆ καὶ τὰ μὴ ὁμόφυλα Arst. вещества однородные и разнородные.
Middle Liddell
ὁμό-φῡλος, ον, φῦλον
of the same race or stock, Thuc., etc.; οἱ ὁμ. those of the same race, Xen.; φιλία ὁμόφ. friendship with those of the same stock, Eur.:— τὸ ὁμόφυλον, = ὁμοφυλία, Eur.; τὸ μὴ ὁμ. a city peopled by different races, Arist.