πυρωπός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyropos
|Transliteration C=pyropos
|Beta Code=purwpo/s
|Beta Code=purwpo/s
|Definition=όν, (ὤψ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fiery-eyed, fiery</b>, κεραυνός <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>667</span>; γλῆνος <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>300.4</span>; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον <span class="title">IG</span>9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; <b class="b3">τὸ λαμπρὸν καὶ π</b>. ib.404d: neut. as Adv., πυρωπὸν ἐμβλέπειν <span class="bibl">Ph.2.331</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. [[pyropus]], a kind of [[red bronze]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.94</span>.</span>
|Definition=όν, (ὤψ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fiery-eyed]], [[fiery]], κεραυνός <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>667</span>; γλῆνος <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>300.4</span>; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον <span class="title">IG</span>9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; <b class="b3">τὸ λαμπρὸν καὶ π</b>. ib.404d: neut. as Adv., πυρωπὸν ἐμβλέπειν <span class="bibl">Ph.2.331</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. [[pyropus]], a kind of [[red bronze]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.94</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:40, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρωπός Medium diacritics: πυρωπός Low diacritics: πυρωπός Capitals: ΠΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: pyrōpós Transliteration B: pyrōpos Transliteration C: pyropos Beta Code: purwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A fiery-eyed, fiery, κεραυνός A.Pr.667; γλῆνος Id.Fr.300.4; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον IG9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; τὸ λαμπρὸν καὶ π. ib.404d: neut. as Adv., πυρωπὸν ἐμβλέπειν Ph.2.331.    II Subst. pyropus, a kind of red bronze, Plin.HN34.94.

German (Pape)

[Seite 826] feueräugig, feurig; κεραυνός, Aesch. Prom. 670; ἥλιος, fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρωπός: -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, ὅμοιος πυρί, πυρώδης, κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· ἥλιος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. κέλευθος Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· ῥόδον τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. αὐτόθι 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, εἶδος ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.
Étymologie: πῦρ, ὤψ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πυρωπός, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, όμοιος με φωτιά
2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και του οποίου η διαφανής μορφή αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή ρουμπίνι του Ακρωτηρίου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρωπόν
είδος ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες
2. (το ουδ. ως επίρρ.) με πυρώδες βλέμμα («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + -ωπός (πρβλ. αρρεν-ωπός, γοργ-ωπός)].

Greek Monotonic

πῠρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει πύρινη όψη, πυρώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρωπός: огненноликий (ἥλιος Aesch.; ῥόδον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρωπός -όν [πῦρ, ὤψ] vurig.

Middle Liddell

πῠρ-ωπός, όν [ὤψ]
fiery-eyed, fiery, Aesch.