φιλοζέφυρος: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filozefyros | |Transliteration C=filozefyros | ||
|Beta Code=filoze/furos | |Beta Code=filoze/furos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[loving the west wind]], ib. <span class="bibl">10.16</span> (Theaet.), <span class="bibl">12.195</span> (Strat.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].
Greek Monotonic
φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοζέφῠρος: любящий дуновения зефира (λειμῶνες Anth.).