ὀλισθηρός: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλισθηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> скользкий ([[οἶμος]] Pind.; [[χωρίον]] Xen.; [[τόπος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. ненадежный, шаткий, непрочный ([[τύχη]] Anth.; τὸ [[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> весьма склонный, легко впадающий (πρὸς ὀργήν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> скользящий, неустойчивый, нетвердый (πὁδες Plut.). | |elrutext='''ὀλισθηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> скользкий ([[οἶμος]] Pind.; [[χωρίον]] Xen.; [[τόπος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. ненадежный, шаткий, непрочный ([[τύχη]] Anth.; τὸ [[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> весьма склонный, легко впадающий (πρὸς ὀργήν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> скользящий, неустойчивый, нетвердый (πὁδες Plut.). | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[ὀλισθήεις]]) [[slippery]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:39, 4 July 2020
English (LSJ)
ά, όν,
A slippery, οἶμος Pi.P.2.96 (metaph.) ; ἂν . . ὀ. ᾖ τὸ χωρίον X.Eq.7.15 ; λίθοι Id.An.4.3.6, etc. ; of mucilage, Hp.Acut.10, 15 (Sup.). II metaph., slippery, hard to catch and keep hold of, Pl.Sph.231a (Sup.) ; τύχη AP10.66 (Agath.); τὸ ὀ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ps.-Luc.Philopatr. 22 ; ὀ. ἱκεσίη AP5.215 (Agath.). 2 liable to slip, πόδες AP7.542 (Stat. Flacc.) ; ὀλισθηροὶ εἰς πόδας ib.398 (Antip.) : metaph., πρὸς ὀργὴν ὀ. Plu.Cat.Mi.1. Adv. -ρῶς, ἔχειν πρός τι Id.2.31c.
German (Pape)
[Seite 323] schlüpfrig, glatt, wo man leicht ausgleitet; οἶμος, Pind. P. 2, 95; im superl., Plat. Soph. 231 a; Xen. u. Folgde; τόπος, Plut. Pyrrh. 29; φάρυγγες, im Meere, Apollds. 23 (VII, 702); auch übertr., τὸ ὀλισθηρὸν τῆς διανοίας αὐτῶν, Luc. Philopatr. 22; τύχη, Agath. 66 (X, 66); ἱκεσία, 4 (V, 216); – ὀλισθηρῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu, Plut. de aud. poet. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλισθηρός: -ά, -όν, «γλιστερός», Λατ. lubricus, οἶμος Πινδ. Π. 2. 175· ἂν ... ὀλ. ᾖ τὸ χωρίον Ξεν. Ἱππ. 7, 15· λίθοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 3, 6, κτλ.· ἐπὶ γλοιώδους οὐσίας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385, ἐν τῷ θετ. καὶ ὑπερθ, ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ εὐκόλως διαφεύγων, ὃν δυσκόλως λαμβάνει τις ἢ κατέχει, Πλάτ. Σοφιστ. 231Α· τύχη Ἀνθ. Π. 10. 66· τὸ ὀλ. τῆς διανοίας αὐτῶν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 22· ὀλ. ἱκεσίη Ἀνθ. Π. 5. 2, 6· ὀλ. πρὸς ὀργὴν Πλάτ. Κάτων Νεώτ. 1. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς ὀλίσθησιν, πόδες αὐτόθι 7. 542· ὀλισθηροὶ εἰς πόδας αὐτόθι 398· - Ἐπίρρ. ὀλισθηρῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 193· ὀλ. ἔχειν πρός τι Πλούτ. 2. 31C.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 glissant, propre à faire glisser;
2 qui glisse facilement, mobile, fugace.
Étymologie: ὀλισθάνω.
English (Slater)
ὀλισθηρός
1 slippery ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.96)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀλισθηρός, -ά, -όν)
αυτός πάνω στον οποίο γλιστρά κάποιος εύκολα, γλιστερός, λείος («μόλις έβρεξε λίγο, οι δρόμοι έγιναν ολισθηροί»)
αρχ.
1. αυτός που συλλαμβάνεται δύσκολα, που διαφεύγει εύκολα
2. αυτός που υπόκειται σε ολίσθηση.
επίρρ...
ολισθηρώς (Α ὀλισθηρῶς)
με ολισθηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθη- του ὀλισθάνω (πρβλ. ὠλίσθη-κα) + επίθημα -ρός (πρβλ. λαμπη-ρός, ουρη-ρός)].
Greek Monotonic
ὀλισθηρός: -ά, -όν,
I. γλιστερός, Λατ. lubricus, σε Πίνδ., Ξεν.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξεγλιστράει, που είναι δύσκολο να τον κατακτήσει κάποιος και να τον κρατήσει, σε Πλάτ., Ανθ.
2. αυτός που έχει τάση να γλιστράει, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθηρός:
1) скользкий (οἶμος Pind.; χωρίον Xen.; τόπος Plut.);
2) перен. ненадежный, шаткий, непрочный (τύχη Anth.; τὸ γένος Plat.);
3) весьма склонный, легко впадающий (πρὸς ὀργήν Plut.);
4) скользящий, неустойчивый, нетвердый (πὁδες Plut.).