διάπηγμα: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diapigma
|Transliteration C=diapigma
|Beta Code=dia/phgma
|Beta Code=dia/phgma
|Definition=ατος, τό, (διαπήγνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cross-bar]], <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>54.19</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>83.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dioptr.</span>34</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.7.1</span>; [[partition]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>11.9</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, (διαπήγνυμι) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cross-bar]], <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>54.19</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>83.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dioptr.</span>34</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.7.1</span>; [[partition]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>11.9</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:19, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπηγμα Medium diacritics: διάπηγμα Low diacritics: διάπηγμα Capitals: ΔΙΑΠΗΓΜΑ
Transliteration A: diápēgma Transliteration B: diapēgma Transliteration C: diapigma Beta Code: dia/phgma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαπήγνυμι)    A cross-bar, Ph. Bel.54.19, Hero Bel.83.8, Dioptr.34, Heliod. ap. Orib.49.7.1; partition, Hero Aut.11.9.

Greek (Liddell-Scott)

διάπηγμα: τό, (διαπήγνυμι) σταυροειδῶς ἐπικειμένη δοκός, Φίλων καὶ Ἥρων ἐν Μαθ. Ἀρχ. σ. 74, 254· ὑποκορ. διαπηγμάτιον, τό, Φίλων αὐτόθι σ. 64.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I mec.
1 entramado, armazón διάπηγμα κατασκευάζεται ἐκ τεσσάρων κανόνων συνεστηκός Hero Bel.100.8.
2 travesaño, barra transversal Hero Bel.82.6, 83.7, 99.8, Dioptr.34, Heliod. en Orib.49.8.1, Sor.51.25, Ph.Bel.54.19
pieza transversal Hero Aut.11.9.
II en ornamentación reborde, ribete Aq.4Re.16.17.

Greek Monolingual

το (Α διάπηγμα) διαπηγνύω
1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση της αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων)
2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης, τραβέρσα)
3. ζεύγος ξύλων για τη σύνδεση του θωρακίου, τρέσες
4. μεταλλικοί ράβδοι για ενίσχυση τών ατμολεβήτων (τιράντες)
αρχ.
1. εγκάρσιο ξύλο ή δοκάρι
2. χώρισμα.