συνεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneksetazo
|Transliteration C=syneksetazo
|Beta Code=suneceta/zw
|Beta Code=suneceta/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[search out and examine along with]] or [[together]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>900d</span>, <span class="bibl">Ph.2.197</span>, Iamb.<span class="title">Comm. Math.</span>14:—Pass., to [[be reckoned with]] or [[among]], <b class="b3">οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος</b> or τινι his [[party]] or [[adherents]], <span class="bibl">D.21.127</span>,190, cf. Luc.<span class="title">Pr. Im.</span>15; but also <b class="b3">συνεξετάζεσθαί τινι</b> [[measure oneself with]] one, [[rival]] him, <span class="bibl">Alciphr.3.54</span>.</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[search out and examine along with]] or [[together]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>900d</span>, <span class="bibl">Ph.2.197</span>, Iamb.<span class="title">Comm. Math.</span>14:—Pass., to [[be reckoned with]] or [[among]], <b class="b3">οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος</b> or τινι his [[party]] or [[adherents]], <span class="bibl">D.21.127</span>,190, cf. Luc.<span class="title">Pr. Im.</span>15; but also <b class="b3">συνεξετάζεσθαί τινι</b> [[measure oneself with]] one, [[rival]] him, <span class="bibl">Alciphr.3.54</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 07:50, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξετάζω Medium diacritics: συνεξετάζω Low diacritics: συνεξετάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: synexetázō Transliteration B: synexetazō Transliteration C: syneksetazo Beta Code: suneceta/zw

English (LSJ)

   A search out and examine along with or together, Pl.Lg.900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ, Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― ὡσαύτως, συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, μετροῦμαι πρός τινα, ἁμιλλῶμαι πρός τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.

French (Bailly abrégé)

I. rechercher ou examiner ensemble;
II. Pass. 1 se faire rechercher ou poursuivre en justice avec, τινι;
2 être mis au rang de, être du parti de, τινι;
3 se comparer à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξετάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι
αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων
αρχ.
1. μέσ. συνεξετάζομαι
αμιλλώμαι προς κάποιον
2. φρ. «οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος» — αυτοί που ανήκουν στην ίδια παράταξη με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

συνεξετάζω: μέλ. -σω, διερευνώ ή εξετάζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ή τινι, πολιτική φατρία του, μέλη της πολιτικής του παράταξης, οπαδοί του, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνεξετάζω:
1) совместно разыскивать, вместе разбирать Plat.: συνεξετάζεσθαί τινι ἐπὶ τῆς δίκης Luc. судиться с кем-л.;
2) pass. быть причисляемым: οἱ συνεξεταζόμενοί τινι или μετά τινος Dem. чьи-л. приверженцы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξετάζω act. samen grondig onderzoeken. Plat. Lg. 900d. med.-pass. er blijk van geven samen te zijn met, duidelijk blijken te horen bij, met μετά + gen.: τοὺς συνεξεταζομένους μετὰ τούτου degenen die er duidelijk blijk van geven tot dezelfde groep te behoren als deze man, d.w.z. de partijgenoten van deze man Dem. 21.127.

Middle Liddell

fut. σω
to search out and examine along with or together, Plat.:—Pass., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, Dem.