κεγχρώματα: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kegchromata | |Transliteration C=kegchromata | ||
|Beta Code=kegxrw/mata | |Beta Code=kegxrw/mata | ||
|Definition=ων, τά, <span class="sense" | |Definition=ων, τά, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">things of the size of millet-grains</b>: hence, [[eyelet-holes]] in the rim of a shield, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1386</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 11 December 2020
English (LSJ)
ων, τά, A things of the size of millet-grains: hence, eyelet-holes in the rim of a shield, E.Ph.1386.
German (Pape)
[Seite 1410] τά, Eur. Phoen. 1386 von Kämpfenden εὖ προσῆγον ἀσπίδων κεγχρώμασιν ὀφθαλμὸν ἀργὸν ὥστε γίγνεσθαι δόρυ, nach den Schol. kleine Visirlöcher im Rande des Schildes, nach Anderen eine Zierrath am Schildrande, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα τοῦ μεγέθους κόκκων κέγχρου·- ἐν Εὐρ. Φοιν. 1386, ὀπαὶ ἐν τῇ περιφερείᾳ (ἢ τῷ περιθωρίῳ) τῆς ἀσπίδος, δι’ ὧν ὁ μαχητὴς ἠδύνατο νὰ βλέπῃ τὸν ἐχθρὸν, χωρὶς νὰ ἐκθέτῃ εἰς κίνδυνον τὸ πρόσωπόν του· τοιαῦτα δύναταί τις νὰ ἴδῃ εἰς τὰς ἀσπίδας τὰς ἐπὶ Βοιωτικῶν νομισμάτων καὶ ἐπὶ ἀρχαϊκῶν ἀγγείων.
French (Bailly abrégé)
άτων (τά) :
petits trous à la circonférence du bouclier par où l’on observait l’ennemi.
Étymologie: κέγχρος.
Greek Monotonic
κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα στο μέγεθος των σπόρων του κεχριού, στον Ευρ. τρύπες στη στεφάνη της ασπίδας, μέσα από τις οποίες ο στρατιώτης μπορούσε να δει τον εχθρό, χωρίς να αποκαλύπτει το πρόσωπό του.
Russian (Dvoretsky)
κεγχρώμᾰτᾰ: τά мелкие отверстия: ἀσπίδων κ. Eur. смотровые отверстия (вдоль края) щитов.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχρώματα -ων, τά [κέγχρος] gebosseleerde (d.w.z. met knopjes versierde) rand van een schild.
Middle Liddell
κεγχρώματα, ων, τά, [from κέγχρος
things of the size of millet-grains:—in Eur., eyelet-holes in the rim of the shield, through which a soldier could view his enemy without exposing his person.