πρυμνοῦχος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prymnoychos | |Transliteration C=prymnoychos | ||
|Beta Code=prumnou=xos | |Beta Code=prumnou=xos | ||
|Definition=ον, (ἔχω) <span class="sense" | |Definition=ον, (ἔχω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[holding the ship's stern]], κάλος <span class="title">AP</span>7.374 (Marc. Arg.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[detaining the ships]] (because they were anchored [[by the stern]]), Αὖλις <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1022</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, (ἔχω) A holding the ship's stern, κάλος AP7.374 (Marc. Arg.). II detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις E.El.1022.
German (Pape)
[Seite 802] das Schiffshintertheil innehabend, festhaltend; Αὖλις, Eur. El. 1022; κάλοι, M. Arg. 31 (VII, 374).
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου, κάλως Ἀνθ. Π. 7. 374· πρβλ. πρυμνήτης ΙΙ, πρυμνήσιος. ΙΙ. ὁ κρατῶν τὰ πλοῖα (ἐπειδὴ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ἢ πρὸς τὴν ξηρὰν προσδεδεμένα ἐκ τῆς πρύμνης), τὸν στόλον, Αὖλις Εὐρ. Ἠλ. 1022.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui retient la poupe;
2 p. ext. qui retient les navires.
Étymologie: πρύμνα, ἔχω.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για σχοινί) αυτός που συγκρατεί την πρύμνη του πλοίου («πρυμνοῡχος κάλος», Ανθ. Παλ.)
2. (για την ξηρά) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῡχον Αὖλιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
πρυμνοῦχος: -ον (ἔχω),
I. αυτός που κρατάει την πρύμνη του πλοίου, σε Ανθ.
II. αυτός που συγκρατεί τα πλοία (επειδή ήταν αγκυροβολημένα από την πρύμνη), Αὖλις, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρυμνοῦχος:
1) удерживающий корабли (в своем порту) (Αὐλίς Eur.);
2) причальный (κάλως Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρυμνοῦχος -ον [πρύμνα, ἔχω] de achtersteven vasthoudend:. π. Αὖλιν Aulis dat de schepen vasthield Eur. El. 1022.
Middle Liddell
πρυμν-οῦχος, ον, [ἔχω]
I. holding the ship's stern, Anth.
II. detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις Eur.