μονοήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoimeros
|Transliteration C=monoimeros
|Beta Code=monoh/meros
|Beta Code=monoh/meros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μονήμερος]], [[in one day]], <span class="bibl">Batr.303</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[curing in one day]], of remedies, Gal.12.712, al., <span class="bibl">Aët.7.103</span>; [[requiring one day]], of alchemical operations, Zos. Alch.<span class="bibl">p.140</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">σκευὴ ἄγουσα</b> (sc. [[δαίμονας]]) μονοημέρους [[on the selfsame day]], PMag.Par.1.2442.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μονήμερος]], [[in one day]], <span class="bibl">Batr.303</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[curing in one day]], of remedies, Gal.12.712, al., <span class="bibl">Aët.7.103</span>; [[requiring one day]], of alchemical operations, Zos. Alch.<span class="bibl">p.140</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">σκευὴ ἄγουσα</b> (sc. [[δαίμονας]]) μονοημέρους [[on the selfsame day]], PMag.Par.1.2442.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:45, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοήμερος Medium diacritics: μονοήμερος Low diacritics: μονοήμερος Capitals: ΜΟΝΟΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: monoḗmeros Transliteration B: monoēmeros Transliteration C: monoimeros Beta Code: monoh/meros

English (LSJ)

ον,    A = μονήμερος, in one day, Batr.303.    II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B.    III σκευὴ ἄγουσα (sc. δαίμονας) μονοημέρους on the selfsame day, PMag.Par.1.2442.

German (Pape)

[Seite 203] = μονήμερος, Batrach. 305.

Greek (Liddell-Scott)

μονοήμερος: -ον, = μονήμερος, Βατραχομ. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονήμερος.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.

Greek Monolingual

και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί μία μέρα
2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα
3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα
4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).
επίρρ...
μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερα
την ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.

Greek Monotonic

μονοήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί μόνο μία ημέρα, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μονοήμερος: однодневный (πολέμου τελετή, v. l. πόλεμος Batr.).

Middle Liddell

μονο-ήμερος, ον
lasting one day only, Batr.