επιμαρτυρώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) [[επίμαρτυς]]<br />[[επιβεβαιώνω]] («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] ευνοϊκή [[μαρτυρία]] για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιμαρτυοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[εξορκίζω]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[προσδιορίζω]] τη [[θέση]] ενός αστεριού για [[μαντεία]].
|mltxt=ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) [[επίμαρτυς]]<br />[[επιβεβαιώνω]] («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] ευνοϊκή [[μαρτυρία]] για κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιμαρτυροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[εξορκίζω]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> [[προσδιορίζω]] τη [[θέση]] ενός αστεριού για [[μαντεία]].
}}
}}

Revision as of 18:41, 24 October 2020

Greek Monolingual

ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) επίμαρτυς
επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)
αρχ.
1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον
2. μέσ. ἐπιμαρτυροῦμαι, -έομαι
εξορκίζω
3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία.